ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΛΙΑ
Internal hardware devices include motherboards, hard drives, and RAM. The internal hardware parts of a computer are often referred to as components, while external hardware devices are usually called peripherals. …
Software is a collection of instructions and data that tell a computer how to work. This is in contrast to physical hardware, from which the system is built and actually performs the work. In computer science and software engineering, computer software is all information processed by computer systems, including programs and data. Computer software includes computer programs, libraries and related non-executable data, such as online documentation or digital media. Computer hardware and software require each other and neither can be realistically used on its own.
Αλλά πως λειτουργούσε αυτό το σύστημα, πως έτρεχε, πιο ήταν το software, αν υποθέσουμε ότι τα παραπανω ήταν το hardware (αγορές, κράτος, ιδρύματα, οργανισμοί, θεσμοί κτλ).
Το software που ‘έτρεχε’ το καπιταλισμό v.1.0 αποκαλείται Ποσοτική Θεωρία του Χρήματος. Απεικονίζεται από τον τύπο MV = PQ, όπου Μ= η ποσότητα του χρήματος, V = η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος, με άλλα λόγια πόσο γρήγορα πραγματοποιείται μια δαπάνη στην οικονομία, Ρ οι τιμές και Q ότι παράχθηκε στην οικονομία σε ένα χρόνο. Άρα M χρήμα επί την ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος V, ισούται με τις τιμές Ρ επί της ποσότητες που παρήχθησαν Q ή το ΑΕΠ σε ποσότητες. Απλό. Η εξίσωση είναι κοινοτοπία, με άλλα λόγια ισχύει εξ ορισμού.
Τι έχουμε εδώ; Ένα απλό υπόδειγμα (μοντέλο) που παρ’ ολ’ αυτά υποτίθεται ότι συμπυκνώνει τον πραγματικό κόσμο. Το αριστερό μέρος της εξίσωσης εκφράζει την χρηματική πλευρά της οικονομίας, την ζήτηση, ενώ η δεξιά την πραγματική οικονομία, δηλαδή τι τιμές πληρώνουμε για να αγοράσουμε την παραγωγή (προσφορά) και τι προϋποθέσεις πρέπει να ικανοποιούνται για να γίνει η παραγωγή.
Οι οικονομολόγοι της εποχής θεωρούσαν ότι η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος V είναι σχετικώς σταθερή, αφού εξαρτάται από τις συνήθειες των καταναλωτών να δαπανούν και κυρίως από τις ημερομηνίες καταβολής των μισθών και ημερομισθίων. Αν η ποσότητα του χρήματος Μ αυξηθεί, ενώ το V είναι σταθερό, τότε μια αύξηση της ποσότητας του χρήματος εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας, που υποτίθεται ότι ελέγχει την προσφορά χρήματος, θα προκαλέσει αύξηση των τιμών Ρ και άρα θα έχουμε πληθωρισμό, και αντιθέτως αν μειωθεί θα έχουμε αποπληθωρισμό. Αυτή η ιδέα έως τις μέρες μας αποτελεί το κεντρικό δόγμα των νεοφιλελευθέρων (και του ευρώ), δηλαδή η αύξηση της ποσότητας του χρήματος προκαλεί πληθωρισμό ή η αύξηση της ποσότητας του χρήματος δεν επηρεάζει την παραγωγή και την απασχόληση, είναι απλά μέσο που βοηθάει στην ανταλλαγή προϊόντων και αν αυξηθεί προκαλεί πληθωρισμό.
Συνοψίζοντας, το χρήμα στην περίοδο αυτή, σύμφωνα με την θεωρια, δεν παίζει κάποιο ρόλο στην οικονομία αφού δεν επηρεάζει το ΑΕΠ, την απασχόληση ή ακόμα και το ύψος του επιτοκίου. Η αύξηση ή μείωση της προσφοράς του χρήματος, επηρεάζει μόνο το επίπεδο των τιμών. Δημιουργεί πληθωρισμό ή αποπληθωρισμό. Είναι μέσο ανταλλαγής και μόνον.
Ας παμε στο δεξιό μέρος του λογισμικού v.1.0 MV=PQ. Η τιμή (Ρ) επί το υλικό ΑΕΠ (Q) μας αποκαλύπτει ένα πειστικό και απολαυστικό μύθο που ισχύει μέχρι σήμερα, που επηρέασε, την πολιτική, την ψυχολογία, την κοινωνιολογία, την νομική και γενικά όλες τις κοινωνικές επιστήμες, έγινε η συμβατική σοφία έως σήμερα.
Ας δούμε πρώτα πως λειτουργεί το δεξιό μέρος του λογισμικού, το PQ. Ας υποθέσουμε ότι στην οικονομία παρουσιάζεται μια αιφνίδια πτώση της ζήτησης ενώ είναι σε ισορροπία (προσφορά ίση με ζήτηση). Ενώ οι επιχειρήσεις είχαν παραγάγει σε επίπεδο πλήρους απασχόλησης και τα ράφια στα μαγαζιά είναι γεμάτα με αυτά τα εμπορεύματα, τα ράφια δεν αδειάζουν και οι εισπράξεις των καταστημάτων μειώνονται δραματικά. Αλλά αυτό δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό από τις βιομηχανίες που συνεχίζουν να παράγουν σε επίπεδο πλήρους απασχόλησης. Αλλά με παραγωγή (προσφορά) μεγαλύτερη από την ζήτηση, οι τιμές κατ’ ανάγκη θα μειωθούν όπως το λογισμικό θεωρεί. Αλλά καθώς οι τιμές των αγαθών μειώνονται οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονται, δηλαδή οι εργαζόμενοι με το χρηματικό τους μισθό αγοράζουν πιο πολλά αγαθά. Αλλά σύμφωνα με το κλασσικό λογισμικό v.1.0, καθώς οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονται, αυξάνεται η προσφορά εργασίας αλλά μειώνεται και η ζήτηση εργασίας από τις επιχειρήσεις, σύμφωνα με το νόμο προσφοράς και ζήτησης. Αυτή η υπερβάλλουσα προσφορά εργασίας έναντι της ζήτησης, θα αποκατασταθεί με την μείωση των μισθών. Αλλά η πτώση των τιμών και η πτώση των μισθών μειώνει την ζήτηση για χρήμα. Αλλά αφού υποθέσαμε ότι το χρήμα είναι ορισμένο, περισσεύει πλέον για τις καθημερινές συναλλαγές. Το χρήμα αυτό στρέφεται στην αγορά ομολόγων, με αποτέλεσμα η τιμή τους να ανέβει και το επιτόκιο να μειωθεί. Με μειωμένα επιτόκια πια, οι επιχειρήσεις ενθαρρύνονται και πραγματοποιούν νέες επενδύσεις με αποτέλεσμα η παραγωγή να αυξηθεί όπως και η απασχόληση. Έτσι αποκαθίσταται η ισορροπία στην οικονομία με τιμές, επιτόκιο και μισθούς σε χαμηλότερα επίπεδα αλλά με τους πραγματικούς μισθούς όμως αμετάβλητους παρά τους ισχυρισμούς του λογισμικού v.1.0. Οι κλασσικοί όμως ισχυρίζονται ότι πάρ΄ όλ΄ αυτά αν υπάρξει ανεργία αυτό οφείλεται στο ότι οι μισθοί δεν ήσαν τόσο εύκαμπτοι και άρα η ανεργία είναι επιλογή των εργαζομένων.
Τι έχουμε εδώ; Εδώ εχουμε τρία εμπορεύματα και τρείς αγορές. Έχουμε το εμπόρευμα εργασία που το διαπραγματεύεται η αγορά εργασίας, έχουμε τα παραγόμενα αγαθά που διαπραγματεύονται στην αγορά των εμπορευμάτων, και το εμπόρευμα επιτόκιο που ορίζεται στην αγορά των αποταμιεύσεων-επενδύσεων.
Η αγορά εργασίας είναι το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό του λογισμικού v.1.0 MV=PQ. Αφού αναφερόμαστε σε αγορά εργασίας, αυτό σημαίνει ότι η εργασία έγινε και αυτή ένα άλλο εμπόρευμα, όπως οι πατάτες ας πούμε. Η τιμή της εργασίας καθορίζεται από την προσφορά που παρέχουν οι εργαζόμενοι και από την ζήτηση για εργασία από τις επιχειρήσεις. Αυτή είναι η αγορά εργασίας. Όταν η τιμή (μισθοί) της εργασίας είναι υψηλή τόσο πιο πολύ εργασία θα προσφέρουν οι εργάτες, ενώ όσο πιο χαμηλή είναι η τιμή εργασίας, τόσο πιο πολύ εργασία (εργαζόμενους) θα ζητούν οι επιχειρήσεις.
Αλλά από την αγορά εργασίας όμως και από την καλή λειτουργεία του παραπάνω μηχανισμού προσφοράς και ζήτησης, εξαρτάται η αποτελεσματική λειτουργεία του συστήματος, που υποτίθεται ότι παράγει πλήρη απασχόληση, ανάπτυξη διαρκή και δίκαιη κατανομή της παραγωγής.
Αν η τιμή της εργασίας (μισθοί) δεν ορισθεί ανεμπόδιστα από την αγορά εργασίας, διαδικασία κατά την οποία η προφορά και η ζήτηση εργασίας εξισώνονται, τότε ούτε η αγορά προϊόντων μπορεί να εξισώσει την προσφορά και ζήτηση προϊόντων αλλά και ούτε η αγορά επενδύσεων θα εξισώσει την προσφορά και ζήτηση αποταμιεύσεων και επενδύσεων. Αποτέλεσμα και η παραγωγή να μειωθεί και οι επενδύσεις να μην γίνονται και να αυξηθεί ή ανεργία.
Η αγορά εμπορευμάτων, εφ’ όσον λειτουργήσει αποτελεσματικά η αγορά εργασίας, αυτόματα θα οδηγηθεί σε ισορροπία, αφού εδώ ισχύει το αξίωμα της υποκατάστασης των εμπορευμάτων. Το αξίωμα υποκατάστασης μας λέει ότι αν μειωθούν οι πωλήσεις ενός προϊόντος επειδή αυξήθηκε η τιμή του, οι καταναλωτές θα αγοράσουν ένα παρόμοιο προϊόν που τιμή του είναι φθηνότερη. Συνεπώς οι ευέλικτες σχετικές τιμές μας οδηγούν αυτόματα στην ισορροπία προσφοράς και ζήτησης.
Τέλος ως προς την αγορά των επενδύσεων (υλικό κεφάλαιο). Το επιτόκιο εξισορροπεί την ζήτηση για κεφάλαιο με την προσφορά κεφαλαίου-επενδύσεων με τις αποταμιεύσεις. Εάν οι ανθρωποι αποταμιεύουν πιο πολύ, τότε το επιτόκιο θα μειώνεται μέχρις ενθαρρυνθούν οι επιχειρήσεις να απορροφήσουν την τρέχουσα αποταμίευση της οικονομίας. Εάν η ζήτηση για νέο υλικό κεφαλαίο αυξηθεί, τότε το επιτόκιο θα αυξηθεί, ceteris paribus, με στόχο να πείσει τους ανθρώπους να αποταμιεύσουν πιο πολύ για να ικανοποιηθεί η ανάγκη για νέες επενδύσεις. Δηλαδή το επιτόκιο, καίτοι παίρνει χρηματική μορφή, εν τούτοις πρέπει να κατανοηθεί ως υλική υπόσταση όπως είναι όλα τα αγαθά. Η προσαρμογές του επιτοκίου καθορίζουν τήν ισότητα μεταξύ επενδύσεων και αποταμιεύσεων πράγμα που δηλώνει ότι το χρήμα πάντα επιστρέφει στην οικονομία, δεν αποταμιεύεται, για να διευκολύνει την ανταλλαγή.
Η πραγματική οικονομία λοιπόν επηρεάζεται από πραγματικές δυνάμεις. Η συνολική παραγωγή και η απασχόληση καθορίζονται από την προσφορά υλικού κεφαλαίου, από την ποσότητα της εργασίας και από την εξέλιξη της τεχνολογίας, ενώ το επιτόκιο από την φειδώ της κοινωνίας και από την παραγωγικότητα του κεφαλαίου. Το χρήμα δεν παίζει κανένα ρόλο στην πραγματική οικονομία, απλά καθορίζει τις τιμές.
Με άλλα λόγια οι ευέλικτες τιμές των προϊόντων, οι εύκαμπτες τιμές των μισθών και των όρων εργασίας και η ελεύθερα διακυμαινομένη τιμή του επιτοκίου, συνθέτουν ένα μηχανισμό που ελεύθερα λειτουργώντας οδηγεί το σύστημα στη φυσικό του ύψος απασχόλησης, στην δίκαιη κατανομή του εισοδήματος και στην ανάπτυξη. Αποκλείεται να υπάρξει κρίση και ανεργία αφού πάντα η προσφορά δημιουργεί την ζήτηση.
Από το 1870 έως το 1930 το σύστημα αυτό, από τις ελίτ που διοικούσαν τα κράτη, παρουσιαζόταν ως η φυσική τάξη των πραγμάτων, νόμος αναλλοίωτος, φυσικός νόμος, και έτσι αν υπήρχαν εκατομμύρια άνεργοι η απάντηση της ελίτ στους εργαζόμενους ήταν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, εκτός αν θέλετε να εργαστείτε με χαμηλότερους μισθούς. Αιτήματα των εργατών για καλύτερες συνθήκες εργασίας ή αυξήσεις μισθών αντιμετωπίζονταν σκληρά και πολλές φορές με τα όπλα. Η εργατική νομοθεσία από τότε άρχισε να οικοδομείται με μεγάλες δυσκολίες και εργατικούς αγώνες. Το ότι μετανάστευσαν στην Αμερική γύρω στα 55 εκατ. Ευρωπαίο από το 1870 έως το 1939 αυτό οφείλετο ότι δεν ήθελαν να δουλέψουν με τον επικρατούντα μισθό στην αγορά της Ευρώπης.
Σχηματικά από το 1870 έως και το 1929 ο καπιταλισμός έτρεξε με το παραπάνω λογισμικό. Αλλά το 1929 κατέρρευσε αιφνιδίως. Με βάση το λογισμικό, η μόνη ερμηνεία γιατί η οικονομία κράσαρε, ήταν ότι οι εργάτες αιφνιδίως αποφάσισαν οικειοθελώς να αποσυρθούν από τις εργασίες τους, αφού από αυτές πιθανότατα είχαν δημιουργήσει τεράστιες αποταμιεύσεις. Άρα οι μισθοί ήσαν υψηλοί. Για να επανέλθουμε στην προτεραία κατάσταση έπρεπε να επιβληθούν πολιτικές λιτότητας που ασκήθηκαν, αλλά η κατάσταση χειροτέρευε. Με άλλα λόγια το λογισμικό απέτυχε να προβλέψει την κρίση, απέτυχε να ερμηνεύσει την κρίση και κατά συνέπεια απέτυχε να θεραπεύσει την κρίση.
Μα τι συνέβη; Ας δούμε μερικούς αριθμούς από την κοιτίδα του καπιταλισμού την Αμερική. Η δεκαετία του 1920, αντίθετα με ότι συνέβαινε στην Ευρώπη, ήταν για την Αμερική μια περίοδος τεράστιας άνθησης που έχει ονομαστεί ‘the roaring twenties’. Την περίοδο αυτή το ΑΕΠ αυξήθηκε, μεταξύ των ετών 1920-1929, κατά 40%, η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 70%, το κατά κεφαλή εισόδημα αυξήθηκε κατά 30%, η παραγωγικότητα στην βιομηχανία αυξήθηκε κατά 75% και τα εταιρικά κέρδη αυξηθήκαν κατά μέσο όρο από το 1916 έως το 1925 κατά $730 εκατ. , ενώ από το 1926 έως το 1929 αυξήθηκαν κατά $1400 εκατ. Μεταξύ των ετών 1920-1929 τα κέρδη τριπλασιάστηκαν.[1]
Η ανεργία ήταν το 1929 στο επίπεδο του 3,2%.
Αλλά ο πλούτος είχε κατανεμηθεί ως εξής στη δεκαετία του 1920. Για το 1% του πληθυσμού ο πλούτος του είχε αυξηθεί κατά 75% και για όλο τον πληθυσμό μόλις κατά 9%, στα χρόνια 1920-1929. Το 80% των οικογενειών δεν είχε καθόλου αποταμιεύσεις το 1929, ενώ το 2,3% των οικογενειών κατείχε το 67% των συνολικών αποταμιεύσεων. Το ελάχιστο εισόδημα για να ζήσει μια οικογένεια αξιοπρεπώς ετησίως ήταν $2500 το 1929, εκείνη δε την ιδία χρόνια το 71% του συνόλου των οικογενειών είχε εισοδήματα κάτω από $2500.
Αλλά αν αυτή ήταν η διανομή του πλούτου πως αγοραζόντουσαν όλα αυτά τα προϊόντα; Εκτιμάται ότι 75% των συνολικών πωλήσεων των αυτοκινήτων πραγματοποιήθηκε με πίστωση, το 85% έως 90% όλων των επίπλων, το 80% όλων των φωνόγραφων, το 75% των πλυντηρίων, οι ηλεκτρικές σκούπες κατά 65% επωλήθησαν με πίστωση, τα κοσμήματα κατά 25% , καθώς και το μεγαλύτερο μέρος του συνόλου των πιάνων, ραπτομηχανών, ραδιοφώνων, και ηλεκτρικών ψυγείων. Όλα επωλούντο με πιστώσεις και μετρητοίς μερικώς. Περίπου $140 εκατ. αξίας ειδών ένδυσης επωλούντο ετησίως με πίστωση όλο αυτό το διάστημα. Το 1925 τα τραπεζικά καταναλωτικά δάνεια ανήρχοντο σε $1,8 δις ενώ το 1929 ανήλθαν σε $3 δις ενώ με τραπεζική πίστωση είχαν αγοραστεί τελικά καταναλωτικά προϊόντα ύψους $7 δις.
H Παγκοσμιοποίηση ν.1.0 1870-1945
Την περίοδο αυτή το διεθνές εμπόριο διεξήγετο με νόμισμα τον χρυσό. Υπό τον διεθνή κανόνα του χρυσού η πρωταρχική πολιτική κάθε κράτους ήταν να διατηρεί την εξωτερική σταθερότητα του νομίσματος του, που σημαίνει ότι θα έπρεπε να διατηρεί ένα ποσό σε ξένο νόμισμα για την ανταλλαγή μιας μονάδας ντόπιου νομίσματος. Αυτό γινότανε μέσω της σταθερής μετατροπής του ντόπιου νομίσματος σε χρυσό και μέσω του χρυσού στο ξένο νομισμα. Πάντα σε σταθερές ισοτιμίες. Αλλά υπό ένα τέτοιο καθεστώς η κρίση σε μια οικονομία διαχεόταν αμέσως και σε άλλα έθνη. Αν στη χώρα Α εκδηλωνόταν ύφεση τότε μείωνε τις εισαγωγές της από των χώρα Β αλλά και από άλλες. Στη χώρα Β λόγω μείωσης των εξαγωγών της σημειωνόταν πτώση της αξίας του νομίσματός της. Με στόχο να διατηρήσει την ισοτιμία του νομίσματος της σταθερή η χώρα, αύξανε τα επιτόκια της, για να αυξηθεί η ζήτηση του νομίσματος της από τους διεθνείς κατόχους κεφαλαίων και να οδηγήσει τις τιμές προς τα κάτω σε εκείνο το επίπεδο που θα καθιστούσε την παραγωγή της χώρας και πάλι εξαγώγιμη. Αλλά από την άλλη, με υψηλά επιτόκια και χαμηλές τιμές η χώρα οδηγείτο σε ύφεση. Η χώρα Β κατ΄ανάγκη μείωνε τις εισαγωγές της και έσπρωχνε άλλη χώρα σε ύφεση και ετσι εδημιουργείτο μια αλυσίδα υφέσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως τόνισε ο Κέυνς, (ο κανόνας του χρυσού)..’υπήρξε η μεγαλύτερη αίτια εξαθλίωσης, κοινωνικής δυσαρέσκειας και ακόμα αιτία πολέμων και επαναστάσεων’..
Συνοψίζοντας. Ποιό είναι το κύριο χαρακτηριστικό του λογισμικού ν.1.0; Στο ότι η εργασία έγινε εμπόρευμα. Φυσικά η πατάτα είτε πάει πάνω η τιμή της ή κάτω δεν αντιδρά, παραμένει η ίδια πατάτα. Αλλά το ‘εμπόρευμα εργασία’, όταν το κατακλέψανε στη διανομή του εισοδήματος, αντέδρασε βίαια, στην κυριολεξία τηγάνισε το Κράτος, και το ανάγκασε να ξαναγράψει το λογισμικό της οικονομίας. Και στην Ευρώπη ξαναγράφτηκε ένα νέο λογισμικό από αστικές δικτατορίες, φασιστικά ή ναζιστικά καθεστώτα και από το σταλινικό υπόδειγμα, και οδηγηθήκαμε στο Β’ΠΠ, ενώ ένα άλλο λογισμικό το έγραψε ο Κέυνς, που έβαλε δημοκρατία και αγορές να δουλέψουν μαζί, πράγμα που διεύρυνε την δημοκρατία, πολιτικές που μετά το 1945 εφαρμοστήκαν παγκόσμια στο πλαίσιο της συμφωνίας του Μπρέττον Γούντς.
Κεϋνσιανικός Καθοδηγούμενος Καπιταλισμός v.2.0 1933–1980
Ποιό ήταν το εναλλακτικό λογισμικό του Κέϋνς; Περιγράφεται από την εξίσωση, Q ή Y = C + I + G + (X – M), οπου Y = είναι η συνολική δαπάνη ή το συνολικό εισόδημα σε μία οικονομία, C = η συνολική κατανάλωση, I = η συνολική επενδυτική δαπάνη του ιδιωτικού τομέα, G = οι κρατικές δαπάνες και (X – M) = οι καθαρές εξαγωγές, Χ εξαγωγές, Μ εισαγωγές.
Τι μας λέει το νέο επαναστατικό, μέχρι σήμερα, λογισμικό. Μας λέει ξεκάθαρα ότι η παραγωγή και η απασχόληση εξαρτώνται από την συνολική δαπάνη στην οικονομίας.
Με το νέο λογισμικό ο Κέυνς απορρίπτει συλλήβδην όλες τις υποθέσεις των κλασσικών, που δεν ήσαν τίποτα άλλο παρά οι ιοί που κράσαραν το σύστημα v.1.0. Με άλλα λόγια ο Κέυνς απέδειξε ότι η εργασία δεν είναι ένα εμπόρευμα, το χρήμα δεν είναι ουδέτερο, και τέλος ο μηχανισμός εύκαμπτοι μισθοί, ελεύθερες τιμές, ευέλικτα επιτόκια δεν συνιστούν ένα αυτορρυθμιζόμενο μηχανισμό που οδηγεί στην ανάπτυξη και την πλήρη απασχόληση. Η οικονομία δεν είναι φυσικός νόμος, είναι βουτηγμένη στην αβεβαιότητα. Είναι πολιτική υπόθεση για να πάει καλά για τους ανθρώπους.
Ειδικότερα ο Κέυνς διαλύει το μύθο της αγοράς εργασίας. Ο καθορισμός του ύψους των μισθών και η απασχόληση είναι δύο ξεχωριστές διαδικασίες και οι εύκαμπτοι μισθοί δεν εξισώνουν την προσφορά και ζήτηση της εργασίας. Η ‘αγορά εργασίας’ δεν έχει τέτοιο εξισορροπητικό μηχανισμό και κατά συνέπεια η προσαρμογή του ύψους των μισθών σε κάποια τιμή δεν εξαφανίζει την ανεργία. Η γενική μείωση των μισθών δεν οδηγεί σε υψηλότερη απασχόληση και μεγαλύτερη παραγωγή, αφού καθώς οι μισθοί μειώνονται το εισόδημα μειώνεται και η συνολική ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες μειώνεται, που όμως καθορίζει το ύψος της απασχόλησης.
Ο όγκος της απασχόλησης εξαρτάται από τους παράγοντες που συνιστούν την συνολική δαπάνη στην οικονομία ή την ενεργό ζήτηση {Q ή Y = C + I + G + (X – M)}.
Και το επόμενο αξίωμα της κλασσικής θεωρίας, κατά το οποίο κάθε εισόδημα πάντα θα δαπανάται στα προϊόντα που η οικονομία παράγει, ο Κέϋνς το απέρριψε με βάση το γεγονός ότι όλες οι χρηματικές αξίες (χρήμα, μετοχές, ομόλογα κα) δεν αποτελούν πλήρες υποκατάστατο των προϊόντων της βιομηχανίας. Με άλλα λόγια αν η ζήτηση για χρήμα ή για άυλες αξίες αυξηθεί, οι μεταβολές των σχετικών τιμών που θα επέλθουν μεταξύ των άυλων αξιών και των εμπορευμάτων, δεν θα κατευθύνουν την ζήτηση για χρήμα και άυλες αξίες στην ζήτηση για αγορά προϊόντων και υπηρεσιών. Η ελαστικότητα υποκατάστασης χρήματος και εμπορευμάτων είναι ίση με το μηδέν. Αν λοιπόν ο ιδιωτικός τομέας αποφασίσει τον πλούτο του να τον αποταμιεύσει σε χρήμα και άυλες αξίες, τότε θα προκληθεί ανεργία και η οικονομία θα ισορροπήσει με ανεργία. Αυτό σημαίνει ότι το χρήμα δεν είναι ουδέτερο, επηρεάζει και την παραγωγή και την απασχόληση, επειδή είναι μέσο αποθήκευσης αξίας.
Σύμφωνα με τους κλασσικούς πιο πολύ χρήμα σημαίνει αύξηση της ζήτησης, με αποτέλεσμα αύξηση των τιμών και πληθωρισμός. Αλλά ο Κέυνς απέδειξε ότι μεταβολές στην ποσότητα του χρήματος δεν εχει άμεση επίδραση στη ζήτηση των αγαθών και των υπηρεσιών. Των λοιπών παραγόντων παραμενόντων σταθερών, μια μεταβολή της προφοράς του χρήματος θα επηρεάσει το επιτόκιο και ίσως μετά τις επενδύσεις. Η επίδραση της μεταβολής της ποσότητας του χρήματος επί των τιμών είναι μακρινή και αμφίβολη. Οι τιμές επηρεάζονται πρωταρχικά από το ύψος των μισθών και από τα άλλα κόστη παραγωγής και όχι από την ποσότητα του χρήματος. Δηλαδή δεν εχουμε πληθωρισμό επειδή αυξήθηκε η ποσότητα του χρήματος, αλλά επειδή έχουμε πληθωρισμό αυξάνεται η ποσότητα του χρήματος. Άρα πηγή του πληθωρισμού είναι οι αυξήσεις μισθών πέραν της παραγωγικότητας της οικονομίας ή αυξηση των κόστων της παραγωγής ή η αύξηση του ποσοστού του κέρδους των επιχειρήσεων.
Τέλος ως προς την αγορά του υλικού κεφαλαίου και των αποταμιεύσεων ο Κέυνς τόνισε ότι η αγορά αυτή δεν εξισορροπεί μέσω των διακυμάνσεων του επιτοκίου όπως οι κλασσικοί το αντιλαμβάνονται. Το επιτόκιο είναι η τιμή που πληρώνεται για την χρήση χρημάτων και όχι για την χρήση υλικού κεφαλαίου. Το επιτόκιο εξισώνει την ζήτηση για χρηματικά κεφάλαια με την προσφορά χρηματικών κεφαλαίων και όχι την ζήτηση για υλικά κεφάλαια με την προσφορά τέτοιων κεφαλαίων. Το επιτόκιο δεν είναι κάτι που πρέπει να πληρωθεί ετσι ώστε οι ανθρωποι να παρακινούνται να αποταμιεύουν, αλλά να παρακινεί αυτούς να δανείσουν τα χρήματα που διακατέχουν. Το επιτόκιο είναι αμοιβή για να κατανικηθεί η ‘προτίμηση ρευστότητας’, δηλαδή η προτίμηση τους να διακατέχουν πλούτο σε μορφή χρήματος. Το επιτόκιο δεν καταβάλλεται, όπως οι κλασσικοί εισηγούνται, για την μεταβάλει την χρονική προτίμηση ρευστότητας, δηλαδή να καταναλώσει κάποιος τώρα παρά αργότερα.
Οι επενδύσεις εξαρτώνται από την προσδοκία του κέρδους από τις επιχειρήσεις. Οι πραγματικές αποταμιεύσεις εξαρτώνται από την δαπάνες για επενδύσεις. Αν δεν πραγματοποιηθούν επενδύσεις και ολόκληρο το εισόδημα καταναλωθεί, τότε δεν θα υπάρξουν αποταμιεύσεις. Αν οι επενδυτικές δαπάνες αυξηθούν, που σημαίνει ότι όλο το εισόδημα δεν καταναλώθηκε, άρα αποταμιεύτηκε. Ανεξαρτήτως κατά πόσο πολύ ή λίγο η οικονομία θελει να αποταμιεύσει, οι πραγματικές αποταμιεύσεις πάντα καθορίζονται από τις τρέχουσες επενδυτικές δαπανες.
Η παραπάνω εξίσωση για την εποχή της (αλλά και για την εποχή μας) ήταν επαναστατική. Ο Κέϋνς με την παραπάνω εξίσωση μας είπε ότι η δαπάνη σε μια οικονομία ή αλλοιώς η ενεργός ζήτηση, καθορίζει την απασχόληση και το ΑΕΠ και το χρήμα δεν είναι ουδέτερο στην οικονομία.
Αλλά το πιο επαναστατικό του λογισμικού του Κέυνς είναι ότι για πρώτη φορά στην ιστορία το κράτος με δημοκρατία γίνεται η βάση της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Το κράτος έγινε ο εγγυητής της κοινωνικής του έκφρασης, και τα κράτη ήσαν αυτά που με δημοκρατία δημιούργησαν αυτό που επονομάστηκε, έως το 1980, ο ΄χρυσούς αιώνας του καπιταλισμού’. Το κράτος με τις δαπάνες του γίνεται το κέντρο της οικονομικής ανάπτυξης για τον Κέυνς, χωρίς να παραγνωρίζει καθόλου τον ιδιωτικό τομέα. Από την στιγμή που οι κρατικές δαπάνες αυξάνουν τις τιμές στην αγορά ο ιδιωτικός τομέας αμέσως ανταποκρίνεται. Το κράτος με τις στοχευμένες δαπάνες του, γίνεται ο εγγυητής της πλήρους απασχόληση, της αναδιανομής του εισοδήματος μέσω των φόρων και των αυξανόμενων μισθών σύμφωνα με την παραγωγικότητα της οικονομίας.
Ο Κέυνς δέχεται ότι χωρίς επενδύσεις δεν μπορεί να έχουμε αύξηση των μισθών και αύξηση της παραγωγικότητας. Αλλά όταν έχουμε ύφεση, πράγμα που σημαίνει ότι οι ιδιωτικός τομέας προτιμά να αποταμιεύει παρά να επενδύει και να καταναλώνει, το κράτος απομένει να δαπανήσει για να βγούμε από την κρίση. Το κράτος για πρώτη φορά μπαίνει στην οικονομική ιστορία όχι μόνο ως εγγυητής της αξίας του νομίσματος, αλλά και ως εγγυητής της πλήρους απασχόλησης και της ανάπτυξης της οικονομίας. Στον καπιταλισμό v.1.0 ο στόχος ήταν σταθερό νόμισμα, ενώ με τον νέο κεϋνσιανό λογισμικό v.2.0 οι στόχοι ήσαν δύο και πλήρης απασχόληση και σταθερές τιμές.
Η Κεϋνσιανή Παγκοσμιοποίηση / Ο θάνατος του δανειστή Τραπεζίτη
Αλλά αυτό το λογισμικό δεν ήταν αρκετό αν αυτό δεν διακανόνιζε και τις εμπορικές σχέσεις των κρατών. Αυτό έγινε με την Συμφωνία του Μπρέττον Γουντς. Η Κεϋνσιανή Παγκοσμιοποίηση έγινε μέσω της Συμφωνίας ή του Σύστηματος του Μπρέττον Γούντς, και ονομάστηκε έτσι, γιατί στο ξενοδοχείο The Mount Washington, της μικρής πόλης Bretton Woods της Πολιτείας των ΗΠΑ New Hampshire, από την 1 έως τις 22 Ιουλίου 1944, με τη συμμετοχή 730 αντιπροσώπων από 44 χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της Σοβιετικής Ένωσης, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη σύσκεψη για να εξεταστούν πως θα λειτουργήσουν οι μελλοντικές εμπορικές σχέσεις των κρατών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Την χώρα μας την εκπροσώπησε ο Κυριακός Βαρβαρέσος, Διοικητής της Τραπέζης Ελλάδος, ακαδημαϊκός, πολιτικός και οικονομολόγος, ενώ μέλος της αποστολής ήταν και ο νεαρός Α. Γ. Παπανδρέου που μόλις είχε αποφοιτήσει από το Χάρβαρντ. Η συμφωνία τέθηκε σε ισχύ το 1946 και καταργήθηκε αρχικά τον Αύγουστο του 1971, από τον Πρόεδρο Νίξον, αλλά ουσιαστικά καταργήθηκε στα τέλη του 1973 με την κατάρρευση της ενδιάμεσης Σμιθσόνιας Συμφωνίας. (Η Ελλάδα έπαψε να ακολουθεί το δολάριο το 1975).
Να πως περιγράφει ο Κέϋνς το πρόβλημα που έπρεπε να επιλυθεί το 1941 μεσούντος του πολέμου. ‘’Το πρόβλημα της διατήρησης της ισορροπίας στο ισοζύγιο πληρωμών μεταξύ χωρών δεν επιλύθηκε ποτέ… και η αποτυχία να λυθεί αυτό το πρόβλημα, υπήρξε η μεγαλύτερη αίτια εξαθλίωσης, κοινωνικής δυσαρέσκειας και ακόμα αιτία πολέμων και επαναστάσεων επειδή υποτίθετο ότι υπάρχει κάποιος ευέλικτος αυτόματος μηχανισμός προσαρμογής ο όποιος ωθεί τα πράγματα προς την ισορροπία αρκεί να εμπιστευτούμε την μη παρέμβαση (laissez faire) που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα δόγμα αυταπάτης, που δεν λαμβάνει οπ’ όψη την ιστορική εμπειρία αλλά και που δεν έχει κάποια ισχυρή θεωρία να στηριχτεί’’
Για τον Κέυνς το θέμα, αν τα νομίσματα θα έπρεπε να έχουν σταθερή ισοτιμία ή να διακυμαίνονται ελεύθερα ή εντός ενός ορίου, ήταν δευτερεύον, όταν προσήλθε στην σύσκεψη. Η αρχή της ενεργούς ζήτησης (ή της αποτελεσματικής δαπάνης), οδήγησε τον Κέυνς όχι μόνο να στηρίξει της επεκτατικές δημοσιονομικές δαπάνες, αλλά και τις πολιτικές χαμηλών επιτοκίων που θα ασκούνταν από κάθε κυβέρνηση ξεχωριστά σε όλο τον κόσμο, πράγμα που θα απεξαρτούσε κάθε χώρα από τους τραπεζίτες και από τους κατόχους κεφαλαίων. Αυτό ο Κέυνς το ονόμασε «ο θάνατος του δανειστή» (τραπεζίτη-κεφαλαιούχου). Αυτή είναι η ουσία της Κεϋνσιανής Παγκοσμιοποίησης, ο «θάνατος του δανειστή».
Ο Κέυνς τόνισε στη σύσκεψη ότι ο κάθε κεντρικός τραπεζίτης θα πρέπει να θέτει τα επιτόκια σε εκείνο το ύψος, που θα ικανοποιούσε τον στόχο της ανάπτυξης κάθε χώρας και της πλήρους απασχόλησης υλικών πόρων και εργατικού δυναμικού, ανεξαρτήτως των διεθνών πιέσεων. Αλλά όπως τόνισε ‘’για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, τα επιτόκια να τίθενται από την κεντρική τράπεζα, θα πρέπει να υπάρχει περιορισμός στην διακίνηση κεφαλαίων’’.
Ο έλεγχος της διακίνησης των κεφαλαίων σημαίνει ότι η κεντρική τράπεζα δεν έχει ανάγκη να χρησιμοποιήσει μηχανισμούς αποφυγής διαρροής κεφαλαίων προς το εξωτερικό ή προσέλκυσης κεφαλαίων από το εξωτερικό. Κατά συνέπεια κάθε κεντρική τράπεζα στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Μπρέττον Γούντς θα μπορούσε να θέτει τα επιτόκια της, εκεί που αυτή επιθυμούσε, σε επίπεδο χαμηλό όσο ήταν δυνατόν.
Μια μείωση του επιτοκίου σημαίνει μεταφορά σημαντικών κεφαλαίων από τους δανειστές στον κόσμο της παραγωγής, επιχειρηματίες και εργαζομένους, που οδηγεί στην αύξηση της κατανάλωσης και της δαπάνης για επενδύσεις. Επί πλέον, οι επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές στις υποδομές κάθε κράτους, εκσυγχρόνισαν τα κράτη και δημιούργησαν περαιτέρω προϋποθέσεις για επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα. Όλα αυτά συνέτειναν στην αύξηση του ΑΕΠ, στη μείωση της ανεργίας, στην αύξηση των εθνικών αποταμιεύσεων αλλά και στη μείωση του λόγου χρέος προς ΑΕΠ.
Ουσιαστικά η Κεϋνσιανή Παγκοσμιοποίηση διατηρώντας τις πολιτιστικές παραδόσεις κάθε λαού, ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του Κέυνς και του ανθρώπινου πνεύματος, αλλά ικανοποιώντας επίσης τις ανάγκες του οικονομικά δρώντος ανθρώπου, που επιθυμεί να καταναλώνει, που επιθυμεί να επενδύει με κάποια απόδοση, που επιθυμεί να έχει κάποια σχετική ρευστότητα, έδωσε ώθηση στη διεθνή συνεργασία, στην ειρηνική συνύπαρξη και στην αμοιβαία οικονομική πρόοδο.
Η διάσημη οικονομολόγος Ι. Adelman χαρακτήρισε αυτή την μεταπολεμική περίοδο (1945-1980) ως την ‘Κεϋνσιανή εποχή μια αξεπέραστης παγκόσμιας οικονομικής ευημερίας, ένας Χρυσούς Αιών της οικονομικής ανάπτυξης, μια περίοδος πρωτοφανούς διαρκούς οικονομικής μεγέθυνσης σε ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες’.
Για 30 χρόνια τα υπό ανάπτυξη έθνη γνώρισαν κατά κεφαλή ανάπτυξη 3,3% ενώ οι χώρες του ΟΟΣΑ αύξηση κατά 4,9%. Τα πραγματικά ΑΕΠ αντίστοιχα αυξήθηκαν κατά 5,9% και 5.5% και παγκοσμίως κατά 4.9%.
Κατά την περίοδο του Μπρέττον Γούντς ποτέ δεν σημειώθηκε οποιαδήποτε κρίση και ο παγκόσμιος ρυθμός ανάπτυξης δεν έπεσε ποτέ κάτω από το 3%.
Στην περίοδο αυτή, 1950-1973, το ΑΕΠ στην Βρετανία σημείωσε αύξηση κατά 2.93%, στην Γαλλία κατά 5,05%, στην Γερμανία κατά 5,68%, στις 30 Δυτικές Χώρες η αύξηση ήταν 4,8%, στην Ελλάδα 6,98% και στις ΗΠΑ 3,93%.
Επίσης την περίοδο 1950-1973, το κατά κεφαλή εισόδημα της Βρετανίας αυξήθηκε κατά 2,42%, της Γαλλίας κατά 4,01%, της Γερμανίας κατά 5,02%, των 30 Δυτικών Χωρών κατά 4,05%, στην Ελλάδα κατά 6,21% και στις ΗΠΑ σημειώθηκε αύξηση κατά 2,45%.
Η ανεργία κατά την ιδία περίοδο στην Βρετανία ήταν κατά μέσο όρο 1,6%, στην Γαλλία 1,2 %, στην Γερμανία 3,1%, στις ΗΠΑ διατηρήθηκε στο επίπεδο του 4,8% ενώ στην Ελλάδα το ποσοστό ήταν περίπου 5%.
Ο πληθωρισμός καθ’ όλη την διάρκεια των ετών 1950-1973 ήταν 3,9% ενώ τα μέσα μακροπρόθεσμα επιτόκια δεν ξεπέρασαν το 4%.
Είναι η εποχή που εδραιώθηκε στη Δύση η μεσαία τάξη για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, που οι μισθοί συμπορευόντουσαν με την παραγωγικότητα και που για πρώτη φορά αναπτύχθηκε το κοινωνικό κράτος. Είναι η εποχή που τα κράτη ειχαν κοινό στόχο, την πληρη απασχόληση πράγμα που επιτεύχθηκε με τον ‘θάνατο του τραπεζίτη’ που σημαίνει ότι το χρήμα ήταν υπό κοινωνικό έλεγχο.
Η πτώση του Κεϋνσιανισμού
‘Όταν το 1973 το καρτέλ των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, επονομαζόμενο OPEC, αύξησε πελώρια τις τιμές του πετρελαίου, ο πληθωρισμός στο δυτικό κόσμο άρχισε να εξαπλώνεται σαν πανδημία. Το υπόδειγμα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ήταν το επονομαζόμενο ‘Νεοκλασσική Σύνθεση’ ή ‘Μπάσταρδος Κεϋνσιανισμός’ που επέτρεπε την άσκηση κεϋνσιανών πολιτικών, αλλά δεν αποτύπωνε τα οικονομικά του Κέϋνς. To υπόδειγμα αυτό δήθεν συμφιλίωνε την κλασσική οικονομική σκέψη με τον την Γενική Θεωρία του Κέυνς, αλλά μετατρέποντας τον Κέϋνς σε υποπερίπτωση του κλασσικού υποδείγματος (Σάμελσον, Χίκς). Ειδικά στο θέμα της αντιμετώπισης του στασιμοπληθωρισμού το υπόδειγμα πιάστηκε εντελώς ‘αδιάβαστο’. Το υπόδειγμα προϋπόθετε ότι η ανεργία και ο πληθωρισμός είναι μεγέθη αντισταθμιζόμενα. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια σχέση μεταξύ πληθωρισμού και ανεργίας πράγμα που δεν επιτρέπει να συνυπάρξουν και τα δύο. Αυτό προέκυψε από στατιστικές παρατηρήσεις. Με άλλα λόγια αν έχουμε μείωση της ανεργίας τότε θα παρατηρηθεί αύξηση των μισθών και εμφάνιση πληθωρισμού και το αντίθετο.
Δεδομένης της θεωρίας, αρχίζει η πολιτική πρακτική. Το κράτος έπρεπε να αποφασίσει πόσο πληθωρισμό ανέχεται και πόση ανεργία. Αλλά οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν απεδείχθησαν όχι μόνο ανεπαρκείς αλλά τραγικές. Αυξήθηκε και ο πληθωρισμός και η ανεργία. Τότε προέκυψε ο όρος ‘στασιμοπληθωρισμός’.
Την ίδια περίοδο οι νεοκλασσικοί ‘τρόχιζαν μαχαίρια’. Ο Μίλτον Φρίντμαν διατύπωσε το επιχείρημα του ΄φυσικού ποσοστού ανεργίας’. Με τον ‘φυσικό ποσοστό ανεργίας’ εννοούσε ότι η ανεργία πέραν ενός ορίου δεν μπορεί να μειωθεί ασχέτου οικονομικής πολιτικής, χωρίς να προσδιορίζεται αυτό το όριο μέχρι σήμερα ακόμα. Βάση εμπειρικών δεδομένων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μακροχρονίως δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ ανεργίας και πληθωρισμού. Με άλλα λόγια είπε ότι αν πετύχουμε ένα υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης δεν έπεται ότι θα πετύχουμε χαμηλότερα επίπεδα πληθωρισμού. Άρα τέτοιες πολιτικές είναι εκ γενετής καταδικασμένες να αποτύχουν, όπως και απέτυχαν. Σε σχέση με αυτές τις πολιτικές ο Φρίντμαν υπέδειξε ότι αν αφήσουμε ελεύθερες τις δυνάμεις της αγοράς ανεμπόδιστα να λειτουργήσουν, αυτές θα σταματήσουν το φαινόμενο του πληθωρισμού. Οι του ‘Μπάσταρδου Κεϋνσιανισμού’ εισηγητές δεν ανταποκρίθηκαν στο επιχείρημα του Φρίντμαν με αποτέλεσμα η ‘νεοκλασσική κεϋνσιανή σύνθεση’ να κατέρρευσε και δυστυχώς και ο Κέϋνς. Έγινε αναξιόπιστος. Από τότε άρχισε η επίθεση του κεφαλαίου εναντίον της εργασίας και της μεσαίας τάξης και οι νεοφιλελεύθεροι να γίνονται καθεστώς.
Αλλά η εξέλιξη αυτή ποτέ δεν θα συνέβαινε αν ο Κέϋνς είχε μελετηθεί σοβαρά. Η Joan Robinson σημειώνει ότι ‘μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες διαφωτιστικές θέσεις της Κεϋνσιανής Επανάστασης ήταν ότι το γενικό επίπεδο των τιμών σε μια βιομηχανική χώρα καθορίζεται από το γενικό επίπεδο του κόστους παραγωγής και η κύρια επίδραση πάνω στο κόστος βρίσκεται στη σχέση μεταξύ των χρηματικών μισθών ανά μονάδα εργασίας και της παραγωγής ανά μονάδα απασχόλησης’. Κατά συνεπεια οι τιμές αυξάνουν όταν οι μισθοί αυξάνουν ή όταν τα κέρδη αυξάνουν ή όταν η παραγωγικότητα της εργασίας μειώνεται. Αν υποθέσουμε ότι τα κέρδη παραμένουν σταθερά τοτε ο πληθωρισμός προκαλείται όταν το ποσοστό αύξησης των μισθών αυξάνει ταχύτερα από τον ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Πιο απλά δεν γίνεται.
Συνεπώς η θεραπεία του πληθωρισμού ενώ στο κλασσικό υπόδειγμα γίνεται με αλλαγές στο ποσοστό της προσφοράς χρήματος ή με μεταβολές στο επιτόκιο στο κεϋνσιανό υπόδειγμα απαιτείται ένα είδος εισοδηματικής πολιτικής που θα λαμβάνει υπ’ όψη την παραγωγικότητα της εργασίας. Με άλλα λόγια οι τιμές καθορίζονται στην πλευρά της προσφοράς ενώ η ενεργός ζήτηση καθοριζει το ύψος της παραγωγής και την απασχόληση. Μετά άρχισε η ήττα της μεσαίας τάξης στην Ευρώπη και στην Αμερική που συνεχίζεται ως τις μέρες μας.
Ο Νεοφιλελεύθερος Καπιταλισμός ν.3.0 1980-2021..
Το πρόβλημα του καπιταλισμού ν.2.0 ήταν ότι παρήγαγε τους ιούς, ύφεση και πληθωρισμό. Έπρεπε να ξαναγραφεί το νέο λογισμικό του καπιταλισμού απαλλαγμένου από τον ιό του στασιμοπληθωρισμού, το νέο λογισμικό ν.3.0. Αφού επικράτησε ο Φρίντμαν αυτό ήταν κατι εύκολο να γίνει. Όλες οι Κεντρικές Τράπεζες, αρχίζοντας από την Fed του Paul Volcker, ύψωσαν τα επιτόκια. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να κάνει ακριβό τον δανεισμό, και έτσι η επιχειρηματική δραστηριότητα περιορίστηκε, η ζήτηση μειώθηκε, η ανεργία αυξήθηκε και τέλος μέσω της σοβαρής ύφεσης που εκδηλώθηκε, συμπιέστηκε η εργασία και μειώθηκε ο πληθωρισμός. Αυτό έγινε σε όλη την δύση πάνω κάτω, με πρωταγωνιστές τον Ρέιγκαν και την Θάτσερ.
Τι σήμαινε όμως αυτό; Ότι το θεμέλιο του νέου σόφτ γουέρ ήταν η παλιά ποσοτική θεωρία του χρήματος ΜV=PT που επανήλθε θριαμβικά.
Ο Νεοφιλελευθερισμός στα Πανεπιστήμια
Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Το νέο λογισμικό του νεοφιλελευθερισμού για επιβληθεί έπρεπε να γίνει ο νέος τρόπος σκέψης της κοινωνίας. Για να γίνει αυτό όμως έπρεπε πρώτα να εκθεμελιωθεί ο Κεϋνσιανισμός από τα Πανεπιστήμια. Πράγμα που έγινε με ευκολία περισσότερη από ότι πιστεύεται. Το χρήμα έρρεε, και ετσι καθηγητές, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, διανοούμενοι, ιδρύματα, κανάλια, χρηματοοικονομικά βραβεία Νόμπελ επιστρατεύθηκαν, την αγραμματοσύνη να την κάνουν επιστήμη και κοινό τρόπο ορθολογικής σκέψης. Άλλωστε οι φιλελεύθεροι από την εποχή του Ρούζβελτ ετοίμαζαν αντεπίθεση. Μετά τον Β’ΠΠ από τρία κέντρα οργανώθηκε η αντεπίθεση κατά του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομια και της σοσιαλδημοκρατίας, από το Institute Universitaire de Hautes Etude Internationales (IUHEI) στη Γενεύη, το LSE και το Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Στην Ευρώπη η αντεπίθεση σχεδιάστηκε προσεκτικά από τον Χάγιεκ και τον φον Μίσες, που από το 1930 άρχισαν να υπονομεύουν τις ιδέες του Κέϋνς, ενώ παροιμιώδης έχει μείνει η διαμάχη Κεϋνς-Χάγιεκ για την κρίση του 1929 που καταγράφηκε στον βρετανικό τύπο το 1932. Χάγιεκ και φον Μίσες ίδρυσαν την εταιρεία Mount Pelerin Society και το 1947 36 ταγοί του νεοφιλελευθερισμού συνήλθαν σε ένα ξενοδοχείο στο Mount Pelerin στην Ελβετία για την διάδοση του νεοφιλελευθερισμού. Η οργάνωση χρηματοδοτήθηκε από τραπεζίτες και βιομήχανους η δε εταιρεία με τα χρόνια εξελίχθηκε σε Βατικανό του νεοφιλελευθερισμού. Το αποτέλεσμα είναι το πώς αντιμετωπίζεται ο Κέϋνς από τα σημερινά εγχειρίδια Μακροοικονομίας. Ο διάσημος καθηγητής του Χάρβαρντ N. Greg Mankiw, που τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου, γράφει για τον Κέυνς και την Γενική Θεωρία ‘Η Γενική Θεωρία είναι ένα σκοτεινό βιβλίο….είναι ένα παρωχημένο βιβλίο… Σήμερα γνωρίζουμε καλύτερα πως η οικονομία λειτουργεί απ’ ότι ο Κέϋνς θεωρούσε…Μερικοί οικονομολογοι στις μέρες μας έχουν την σφαλερή αντίληψη του Κέϋνς για τα κλασσικά οικονομικά.. τα κλασσικά οικονομικά είναι όμως τα ορθά οικονομικά μακροχρονίως…και όλοι σχεδόν οι οικονομολόγοι σήμερα ενδιαφέρονται για την μακροχρόνια ισορροπία της οικονομίας….υπάρχει καθολική αποδοχή των κλασσικών οικονομικών’
Από το 1980 και μετά όλοι οι φοιτητές διδάσκονται χρηματοοικονομικά πρωτεύοντως, και δευτερευόντως την μικροοικονομία στο πλαίσιο μιας δήθεν μακροοικονομίας. Η κοινωνία περιόρισε την γνώση της και άρα η αιχμαλωσία στις τράπεζες και στους κάτοχους κεφαλαίων έγινε βαθύτερη ως κάτι φυσικό φαινόμενο, αφού έχει επιστημονική βάση το νέο σόφτ γουέρ.
Το γεγονός ότι η νέα θέση για την θεωρία της οικονομίας πέρασε στα Πανεπιστήμια, επηρέασε ολες τις κοινωνικές επιστήμες και την νομοθεσία, που ενώ μέχρι τότε άρχιζαν από τον άνθρωπο ως κοινωνικό ον, τώρα αρχίζουν με την βασική προϋπόθεση της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, ότι δεν υπάρχουν κοινωνίες αλλά μόνο άνθρωποι που δρούν με στόχο την μεγιστοποίηση της ωφελιμότητας τους ή του κέρδους τους. Εδώ είναι η ρίζες των δικαιοματιστών, των διεθνιστών, των απάτριδων, των μεταπολιτιστικών συνθέσεων κα. Υπάρχει κέρδος και άνθρωπος. Το υποχρεούμαι και μετα δικαιούμαι, αντικαταστάθηκε από το δικαιούμαι να κερδίζω που κατά τους προτεστάντες είναι ευλογία Θεού.
Νεοφιλελευθερισμός, Κεντρική Τράπεζα και ο Πληθωρισμός
Άλλα αυτό δεν ήταν αρκετό. Οι τραπεζίτες και οι κάτοχοι κεφαλαίων αξίωσαν ο πληθωρισμός να μην εμφανιστεί ποτέ ξανά στην οικονομία. Η σταθερότητα των τιμών να γίνει μόνιμο καθεστώς.
Ενώ οι Κεντρικές Τράπεζες με το κεϋνσιανό λογισμικό ν.2.0 είχαν το καθήκον να μεριμνούν και για τον πληθωρισμό και την απασχόληση, με το νέο λογισμικό αποφασίστηκε οι Κεντρικές Τράπεζες να έχουν ως κύριο καθήκον την καταπολέμηση του πληθωρισμού, αν αυτός ανέλθει πέραν ενός στόχου, ανεξαρτήτως της φάσης που βρίσκεται η οικονομία. Για να είναι πιο αποτελεσματικές στο καθήκον τους αυτό οι Κεντρικές Τράπεζες, ψήφισαν τα κοινοβούλια τον αυτοπεριορισμό του Κράτους και της Δημοκρατίας, στον έλεγχο του χρήματος και των Κεντρικών Τραπεζών. Στην Ευρωζώνη το πράγμα έφθασε στην πλέον ακραία του μορφή, αφού τα κράτη μετετράπηκαν σε εταιρίες ή νοικοκυριά, που δανείζοντα χρήμα για να μπορούν να κάνουν αυτά που πρέπει να κάνουν. Η ιδανική καπιταλιστική ολοκλήρωση. Πάνω και πέραν κάθε δημοκρατικού ελέγχου είναι η ΕΚΤ και οι εμπορικές τράπεζες και οι κάτοχοι κεφαλαίων.
Νεοφιλελευθερισμός και Παραίτηση του Κράτος στην Άσκηση Βασικών Πολιτικών
Αλλά και αυτό δεν ήταν αρκετό για την ευρωζώνη. Εφ΄ όσον με βάση το υπόδειγμα της ελεύθερης οικονομίας επελέγη για να γραφεί το νέο λογισμικό ν.3.0, δηλαδή τιμές, μισθοί, επιτόκιο αποτελούν ένα μηχανισμό που αυτορυθμίζεται και παράγει τα καλύτερα αποτελέσματα για όλους, τα κράτη έπρεπε και άλλο να περιοριστούν, γιατί είναι πηγή πληθωρισμού και να δρούν σε πλαίσιο κανόνων που ορίζει η υπερεθνική γραφειοκρατία των Βρυξελλών.
Έτσι τα κράτη παραιτήθηκαν από τον να ασκούν ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, δημοσιονομική πολιτική, συναλλαγματική πολιτική, εμπορική πολιτική, πολιτικές που ασκούνται από κάθε κυρίαρχο κράτος στον κόσμο, και το μόνο που τους απέμεινε ήταν να επιβλέπουν την εισοδηματική πολιτική (μισθοί, συντάξεις). Παράλληλα ένα πλήθος καθηκόντων που το κράτος ασκούσε ή δραστηριότητες που επέβλεπε, ανετέθησαν σε δήθεν ανεξάρτητες αρχές, που ουσιαστικό στόχο εχουν να προστατεύουν την ελεύθερη αγορά της ευρωζώνης.
Νεοφιλελευθερισμός και η Εργασία
Αλλά και αυτό δεν ήταν αρκετό. Κάθε υποψία παραγωγής πληθωρισμού έπρεπε να εξαφανιστεί. Αφού το κράτος υποβιβάστηκε σε ένα νοικοκυριό ή μια επιχείρηση (απώλεια νομισματικής κυριαρχίας), ο άλλος κίνδυνος εμφάνισης πληθωρισμού προέρχεται από την εργασία και τα εργατικά συνδικάτα. Έτσι μια τεράστια εκστρατεία άρχισε από την Θάτσερ στην Αγγλία, από τον Ρέιγκαν στην Αμερική, που επεκτάθηκε μετά σε όλο τον κόσμο και κυρίως στις χώρες της ευρωζώνης, απο την αριστερά, το κέντρο και την δεξιά, κατά την οποία τα εργατικά συνδικάτα θεωρήθηκαν υπεύθυνα για τον πληθωρισμό και την ύφεση, πράγμα που επέτρεψε την αλλαγή της νομοθεσίας εις βάρος των εργαζομένων και υπέρ του κεφαλαίου. Η μεσαία τάξη διχάστηκε και άρχισε σιγά σιγά να σβήνει χωρίς να αντιδρά. Από το 1979 ουδέποτε οι πραγματικοί μισθοί συμβάδισαν με την παραγωγικότητα της εργασίας. Εγινε άγρια κλοπή από τους κεφαλαιούχους εις βάρος της εργασίας με βάση την νομοθεσία που επικράτησε.
Νεοφιλελευθερισμός και Παγκοσμιοποίηση
Αλλά δεν σταματήσανε εδώ οι νεοφιλελεύθεροι. Για να μπορέσει ο νεοφιλελευθερισμός να επικρατήσει παγκοσμίως το τραπεζικό σύστημα έπρεπε να γίνει διεθνές, δηλαδή παγκοσμιοποιημένο. Τι σημαίνει αυτό; Η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων από χώρα σε χώρα σημαίνει ότι τα επιτόκια σε κάθε χώρα τα ορίζουν οι αγορές. Με βάση την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων επιτυγχάνεται η παγκοσμιοποίηση της χρηματοδότης των επενδύσεων σε μετοχές, ομόλογα, σε άλλους άυλους τίτλους και σε υλικές πόρους και κατασκευές και η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής. Η κεϋνσιανή παγκοσμιοποίηση ν.2.0 του καπιταλισμού, στηρίχτηκε στο ‘θάνατο του τραπεζίτη’, δηλαδή απαγόρευε την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων έτσι ώστε οι επενδύσεις να γίνονται στο ‘σπίτι’ και όχι σε άλλα κράτη. Τα επιτόκια να τα ορίζει η χώρα και όχι οι αγορές. Στο νέο σόφτ γουέρ του καπιταλισμού, ν.3.0, ο τραπεζίτης ανασταίνεται και γίνεται ο πρωταγωνιστής της ανάπτυξης. Με άλλα λόγια τα κεφάλαια αφήνονται ελεύθερα να διακινούνται για να πετύχουν την υψηλότερη απόδοση.
H διεθνοποίηση της παραγωγής
Το επόμενο βήμα σχηματικά ήταν να διεθνοποιηθεί η παραγωγή. Αφού εξέλιπαν οι παράγοντες του πληθωρισμού από το κράτος και από την εργασία, και παράλληλα επετράπη, ειδικά στην ευρωζώνη, η ελεύθερη διακίνηση της εργασίας που υποτίθεται τιθασεύει το εργατικό δυναμικό, η παραγωγή διεθνοποιήθηκε. Εδώ λοιπόν δημιουργήθηκε ένα πλέγμα μικροοικονομίας και μακροοικονομίας, όπου το μικροοικονομικό μέρος, αποκαλείται διεθνές εμπόριο, αναλύει τους παράγοντες που καθορίζουν τις εξαγωγές και εισαγωγές κάθε χώρας και τις εναλλακτικές εμπορικές πολιτικές σε σχέση με την οικονομική ευημερία, χρησιμοποιώντας όρους απλής ανταλλακτικής οικονομίας. Το μακροοικονομικό μέρος, που αποκαλείται διεθνείς χρηματοδοτικές συναλλαγές, αναλύει τις προσαρμογές του εξωτερικού ισοζυγίου πληρωμών και τις νομισματικές ισοτιμίες χρησιμοποιώντας μακροοικονομικά μοντέλα εμφαίνοντας στους νομισματικούς και χρηματοδοτικούς παράγοντες. Η θεωρία του απλού ανταλλακτικού εμπορίου υποθέτει οτι οι αυτόματοι χρηματοδοτικοί και μακροοικονομικοί προσαρμοστικοί μηχανισμοί καθιστούν αποτελεσματικούς τους όρους (εξισορροπημένο εμπόριο με πλήρη απασχόληση) υπό τους οποίους το εμπόριο γίνεται με βάση το σχετικό πλεονέκτημα κάθε χώρας και όλα τα έθνη κερδίζουν από το ελεύθερο εμπόριο. Στην ευρωζώνη, το χώρο της απόλυτης παγκοσμιοποίησης, η μεταβλητή που καθιστά το εμπόριο αποτελεσματικό είναι οι μισθοί που όσο πιο χαμηλοί είναι τοσο πιο ανταγωνιστική γίνεται η κάθε χώρα. Πραγματική ζούγκλα!
Τι αποτελέσματα έφερε η εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου λογισμικού ν.3.0.; Ανισότητα, μισθολογική στασιμότητα, και χρέη του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.
Τα παρακάτω διαγράμματα που αφορούν στις χώρες του ΟΟΣΑ, στους G20, στη Γερμανία και στις ΗΠΑ είναι λίαν αποκαλυπτικά (αν ψάξετε στο διαδίκτυο για όλες τις χώρες τέτοιου είδους διαγράμματα θα βρείτε ακόμα και για την Κίνα).
Χώρες ΟΟΣΑ
ΗΠΑ
Τα παραπάνω διαγράμματα δείχνουν την κλοπή που υπέστη η εργασία από το κεφάλαιο από το 1980 έως σήμερα. Με πρόσχημα την καταπολέμηση του πληθωρισμού που εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του του 1970, οι εργαζόμενοι πλήρωσαν όλο το κόστος της εξαφάνισής του. Παρά όμως την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας που σημειώθηκε από το 1980 έως σήμερα οι εργαζόμενοι ούτε αυτή δεν είδαν στις απολαβές τους που πήγαινε στους κάτοχους κεφαλαίων με μορφή κερδών και τόκων. Αν παρατηρήσουμε το διάγραμμα που αφορά στις ΗΠΑ, φαίνεται ξεκάθαρα ότι από το 1979 έως σήμερα οι εργαζόμενοι ποτέ δεν πληρώθηκαν τους πραγματικούς τους μισθούς, σε αντίθεση από το 1945 έως το 1979, περίοδος του κεϋνσιανού κράτους, που οι μισθοί συμβάδιζαν με την παραγωγικότητα της εργασίας.
Αποτέλεσμα της παραπάνω κατάστασης η κατανομή του παγκοσμίου πλούτου είχε την μορφή που μας παρουσιάζει το παρακάτω διάγραμμα.
Σε απλά ελληνικά, το διάγραμμα μας λέει ότι στα τέλη του 2019, το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, 51,9 εκατ. άνθρωποι, κατείχαν το 43,4% του παγκόσμιου πλούτου, δηλαδή κατείχαν 173,3 τρις σε δολ. ΗΠΑ. Άλλα 590 εκατ. άνθρωποι, δηλαδή το 11,4% του παγκόσμιου πληθυσμού, κατείχαν το 40,5% του παγκόσμιου πλούτου, δηλαδή 161,1 τρις σε δολ. ΗΠΑ. Και πάμε σε αυτό που ονομάζουμε μεσαία τάξη. 4,31 δις άνθρωποι, κατείχαν 16, 1% του παγκόσμιου πλούτου, δηλαδή 64,0 τρις δολ. ΗΠΑ. Από αυτή την μεσαία τάξη τα 2,76 δις. άνθρωποι, κατείχαν το 1,4% του παγκόσμιου πλούτου, δηλαδή 5,4 τρις σε δολάρια ΗΠΑ.
The state should limit itself to carefully controlling M, which generates inflation. So, there is a definite politics here. In v.1.0, (M)oney is kept in an anti-democratic box, away from meddlers and popular demands, and in return the owners of capital and the investor class – those at the helm of the growth machine – give us ever-rising standards of living.
Given the way this software was meant to run, the Great Depression came as quite a shock since it seemed that the only explanation for the mass unemployment of the period was that millions of people randomly went on unpaid leave, for years, and the desire to invest left the investor class. Clearly this software rule was bust. But what was the alternative? This is Keynes’ alternative software rule: Y = C + I + G + (X – M) In this world money disappears, and the state comes back in. Y = total income of everyone in an economy; C = total Consumption; I = total Investment; G = government expenditure; (X – M) = net exports; placed in brackets because in the context of the 1930s and the postwar 1940s the economy was largely insulated from outside forces.
Keynes’ trick was to admit fully that (I) investment was the most important part of the equation and to agree with the v.1.0 view that without investment (I) there can be no wage growth, no productivity increases, nothing. But, he argued, what happens in a depression is that investors’ expectations of future profits get crushed (who opens a new factory in the middle of a recession?) and once those expectations get embedded among investors as a class, it becomes irrational to invest. G – the government – has to spend money, not to pay-off clients or bribe the voters, but to alter the price signals to which investors respond, making it rational for them to invest again. This is why government spending is central to Keynes’ view of the world. But once again, there is a politics to this, a politics that Keynes himself denied, and that is what effectively became the bug that crashes v.2.0. If, in the first equation, it’s the individual capitalist and investor who is the hero, investing and bringing things to the market (Q), then in the software for v.2.0 it is government spending (G), which drives and regulates the level of private sector investment (I). In v.2.0 it is government spending, not the animal spirits of the private sector, that is the key to stabilizing demand and ending recessions. Given this, if you want to avoid fascism, communism, and put markets and democracy together productively, government spending to maintain consumption to avoid recessions and depressions is critical. It’s a feature, not a bug. Successfully targeting spending by running budget deficits when needed becomes the key software rule, with full employment, high wages, constant productivity improvements, and a high level of redistribution through taxes becoming possible in v.2.0 for the first time. This was the software that produced the postwar welfare state and the postwar growth story. The desire to permanently quell the anger that the crash of v.1.0 created drove the development of new software and a full hardware reconfiguration to boot. With the very real fact of communism in Berlin in 1945 focusing the minds of policy elites in the West, and the combination of depression and war breaking the old hardware, the advent of this new software for running the machine created the room for a massive reboot of the system. That reboot was hugely successful. For the first time, right across developed countries, the top of the income distribution in every country came down, the bottom went up, and the whole distribution distribution moved up together, for nearly 30 years. This was the period when French national income tripled, the Italians talked about “Il Boom”, the Americans discovered the middle class and British Conservative politicians built millions of units of public housing and boasted that the working class “had never had it so good.” Indeed, they had not. full employment – was the common goal of all nations. This had never happened before. But since the 1920s and 1930s had shown that unemployment and poverty made people angry to the point that the system will collapse, the new system reset was designed to make sure that didn’t happen again. But to sustain full employment and high real wages, the hardware of v.2.0 had to be fundamentally rebuilt too. First, finance had to be put in a box and locked away. Finance that built factories and invested in technology was fine. Finance that sought to short currencies and speculate on bonds was banned. Banks were kept in restrictive silos that limited what they could do – in the US and the UK – or they were legally mandated to be heavily capitalized thereby limiting their leverage – in continental Europe. Labour was legally recognized as not being a commodity just like any other, and collective bargaining between unions and employers became the norm. This gave both sides political leverage, which meant that productivity gains were (more) evenly split between capital and labour. This, in turn, meant that if capital wanted to increase profits and full employment was the target, they would have to increase productivity to do so, which stimulated further investment. This produced a virtuous circle where high productivity created high wages, which meant high consumption and high tax revenues, all of which enabled the production of high quality public goods (healthcare, education, housing) that lowered labour’s dependence on the market still further and took the anger out of the system.19 And all of this was buttressed by a set of international monetary institutions and agreements that kept exchange rates stable and capital local.20 This was a radical and deep-seated hardware reconfiguration and software reboot that enabled countries as different as the United States and Sweden to sustain full employment as the policy target for three decades, until the wheels, rather unexpectedly, fell off the wagon. Because just as there was a bug in the software of v.1.0 – treating labour as a commodity while denying the possibility of involuntary unemployment – so there was a bug in this system too. Which brings us to Michał, the third economist in our opening parable. You know all about this guy, Mark, so over to you.
MARK: In 1943, in the midst of the war, and with the revolution in economic ideas about full employment in full swing, the Polish economist Michał Kalecki wrote seven pages of text for the journal Political Quarterly that not only identified the bug in the software of v.2.0, but predicted what v.3.0 – the world we grew up in – would look like. It’s an amazing piece to read, even today. Kalecki argued that Keynes missed the politics of sustaining full employment over the long run. Far from being welcomed by the investor class, sustained full employment would consistently push-up wages and kill the
Lonergan, Eric . Angrynomics (p. 77). Agenda Publishing. Kindle Edition.
Lonergan, Eric . Angrynomics (p. 77). Agenda Publishing. Kindle Edition.
Lonergan, Eric . Angrynomics (p. 77). Agenda Publishing. Kindle Edition.
Lonergan, Eric . Angrynomics (pp. 76-77). Agenda Publishing. Kindle Edition.
Lonergan, Eric . Angrynomics (p. 76). Agenda Publishing. Kindle Edition.
Lonergan, Eric . Angrynomics (p. 76). Agenda Publishing. Kindle Edition.
Lonergan, Eric . Angrynomics (p. 76). Agenda Publishing. Kindle Edition.
Lonergan, Eric . Angrynomics (pp. 75-76). Agenda Publishing. Kindle Edition.
Lonergan, Eric . Angrynomics (p. 75). Agenda Publishing. Kindle Edition.
Lonergan, Eric . Angrynomics (p. 75). Agenda Publishing. Kindle Edition.
Lonergan, Eric . Angrynomics (pp. 74-75). Agenda Publishing. Kindle Edition.
Lonergan, Eric . Angrynomics (p. 74). Agenda Publishing. Kindle Edition.
Lonergan, Eric . Angrynomics (p. 74). Agenda Publishing. Kindle Edition.
Lonergan, Eric . Angrynomics (p. 74). Agenda Publishing. Kindle Edition.
What we have here is a very simple model of the world where on the left-hand side we have the monetary side of the economy (Money times its Velocity – how fast it’s spent, basically) equal to the real side of the economy (the quantity of all the stuff produced (Q) times the prices we pay for it (P)). Now, here’s the trick. MV = PQ is a truism. It’s true by definition. But if I assume that over the long run (or in the absence of state interference, market imperfections, and/or Martian invasions) that velocity (V) is stable, I can make some powerful claims, for example, that if you increase M faster than Q it will show up in an increase in P (inflation) and if M drops precipitously then P will do the same (deflation). In this model, Q, which is the total of economic output generated in free markets by capital and labour, should be left to its own devices. The state should limit itself to carefully controlling M, which generates inflation. So, there is a definite politics here. In v.1.0, (M)oney is kept in an anti-democratic box, away from meddlers and popular demands, and in return the owners of capital and the investor class – those at the helm of the growth machine – give us ever-rising standards of living.
Given the way this software was meant to run, the Great Depression came as quite a shock since it seemed that the only explanation for the mass unemployment of the period was that millions of people randomly went on unpaid leave, for years, and the desire to invest left the investor class. Clearly this software rule
It means that in the period from 1870 to 1930, during Capitalism v.1.0, states could allow millions of workers to become unemployed and say “this is the natural order of things” because there was no alternative software (ideas) to run on the existing hardware (institutions).
Internal hardware devices include motherboards, hard drives, and RAM. The internal hardware parts of a computer are often referred to as components, while external hardware devices are usually called peripherals. …
Software is a collection of instructions and data that tell a computer how to work. This is in contrast to physical hardware, from which the system is built and actually performs the work. In computer science and software engineering, computer software is all information processed by computer systems, including programs and data. Computer software includes computer programs, libraries and related non-executable data, such as online documentation or digital media. Computer hardware and software require each other and neither can be realistically used on its own.
Computer hardware is any physical device used in or with your machine, whereas software is a collection of codes installed onto your computer’s hard drive. … Word processing software uses the computer processor, memory, and hard drive to generate and save documents. In a computer, hardware is what makes a computer work.
Now go back to a real economy we live and work in. Just as every computer has a motherboard, a memory, a video processor, and a central processor, so every capitalist economy has a labour market, a capital market, a government, and a host of other similar component parts. And just as Apple and Samsung products are configured differently, so is the arrangement of the components that make up real economies.
The take home on all of this is that like computer hardware, the way that capitalist capitalist institutions quite literally fit together limits the type of policies that can be produced.
capitalist institutions quite literally fit together limits the type of policies that can be produced. how economies can and should work that gives us the “code” for running the hardware?
MARK: Just as the configuration of the hardware limits what outcomes the machine can produce, so it also limits the type of ideas – the software – that can be run on the machine.
Now, with all that in our heads we can map how different economies – different combinations of software and hardware – have emerged over time, and how they periodically produce a lot of anger. The key here is recognizing how “bugs” arise in the software that eventually crash the machine. When that happens, just like a computer, capitalism “crashes” and needs a system reset. The hardware needs to be reconfigured and the software needs to be rewritten, and sometimes it is, and it’s usually a painful process. These crashes are the periods that generate lots of anger. To see why, let’s go back to our opening parable.
Markets, trading, and prices have existed for as long as humans have been around, so what is it that makes economic organization “capitalist”? Polanyi argued that what made capitalism distinct from previous modes of economic organization was that it rested upon the deliberate construction by the state of three “fictitious” commodities: labour, land and capital, without which you can have markets and exchange, but you can’t have capitalism.
The most important fiction, as the parable explains, is that labour is a commodity. That is, a sack of potatoes, or a ton of wheat (or Soylent Green) is manifestly a commodity and doesn’t care what it costs. But labour surely does. It likes when its price (wages) goes up and hates it when it goes down. When you continually push wages down – under a deflationary Gold Standard in the 1920s or under the “countries must be ‘more competitive’ with each other” dogma in the eurozone in the past decade – you end up creating a great deal of uncertainty and hardship for the people involved. People hate that stuff and get angry about it. Labour is the only commodity capable of generating a social reaction to movements in its price, which is why the notion that maintained political and legal construct – necessary for capitalism to function. Polanyi’s insight boils down to this simple point; the more that you try to treat wages as a price, as just another cost to minimize, the greater the social reaction against market exchange it provokes.
maintained political and legal construct – necessary for capitalism to function. Polanyi’s insight boils down to this simple point; the more that you try to treat wages as a price, as just another cost to minimize, the greater the social reaction against market exchange it provokes.
In short, if you want to understand what happened in the 1920s and 1930s when capitalism version 1.0 crashed, it’s really a story about the attempt to sustain the economic fiction of labour as a commodity coming up against a political reality, which is that if you treat people like a sack of potatoes they end up throwing the system into the fryer.
labour is just another commodity, which is politically unsustainable in practice –
Prior to Keynes, economists thought that left on their own markets clear (buyers find sellers and workers find employment), and through free competition full employment would be produced….a world where markets always clear a world where markets always clear There is α natural tendency for the system to attain the best of all possible worlds.
It means that in the period from 1870 to 1930, during Capitalism v.1.0, states could allow millions of workers to become unemployed and say “this is the natural order of things” because there was no alternative software (ideas) to run on the existing hardware (institutions).
The software for v.1.0 is often called the quantity theory of money, but here we will take it as the basic software rule for running capitalism v.1.0.
MV = PQ, M = money; V = its velocity (how rapidly it’s spent in the economy); P = prices; Q = quantity (all the stuff in the economy). So (M)oney times its (V)elocity of circulation must equal (Q)uantity (all the stuff in the economy) and the (P)rices denominate them. Easy.
What we have here is a very simple model of the world where on the left-hand side we have the monetary side of the economy (Money times its Velocity – how fast it’s spent, basically) equal to the real side of the economy (the quantity of all the stuff produced (Q) times the prices we pay for it (P)). Now, here’s the trick. MV = PQ is a truism. It’s true by definition. But if I assume that over the long run (or in the absence of state interference, market imperfections, and/or Martian invasions) that velocity (V) is stable, I can make some powerful claims, for example, that if you increase M faster than Q it will show up in an increase in P (inflation) and if M drops precipitously then P will do the same (deflation). In this model, Q, which is the total of economic output generated in free markets by capital and labour, should be left to its own devices. The state should limit itself to carefully controlling M, which generates inflation. So, there is a definite politics here. In v.1.0, (M)oney is kept in an anti-democratic box, away from meddlers and popular demands, and in return the owners of capital and the investor class – those at the helm of the growth machine – give us ever-rising standards of living.
Given the way this software was meant to run, the Great Depression came as quite a shock since it seemed that the only explanation for the mass unemployment of the period was that millions of people randomly went on unpaid leave, for years, and the desire to invest left the investor class. Clearly this software rule…
[1] Πηγή: όπου αναφέρονται στατιστικά στοιχεία είναι από τις Historical Statistics of the USA, Colonial Times to 1970, Parts I and II.