Παρατηρήσεις σχετικά με την συζήτηση επί τη ευκαιρία του Νόμου για την αναδοχή παιδιών από ομόφυλα ζεύγη
«Δεν γνωρίζουμε που πάμε. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι η ιστορία μας έφερε εδώ που είμαστε σήμερα. Ένα πράγμα μόνο είναι σαφές. Ότι αν η ανθρωπότητα θέλει να έχει αναγνωρίσιμο μέλλον δεν μπορεί να συνεχίσει να παρατείνει το παρελθόν ή το παρόν.»
Eric Hobsbawm
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Τώρα που ο προσχηματικός διάλογος μεταξύ «προοδευτικών» και «αντιδραστικών» τελείωσε προσωρινά και η αναδοχή παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια έγινε νόμος του «προοδευτικού» ελληνικού κράτους με τη βοήθεια των προοδευτικών βουλευτών, ίσως είναι καιρός να πούμε κάποια πράγματα τα οποία αποσιωπήθηκαν κατά το διάστημα αυτού του ψευδοδιαλόγου.
Καταρχάς, να αποτυπώσουμε το πολιτικό φαντασιακό των δυο μπλοκ της συζήτησης: Από την μια, οι φιλελευθέρως και ελευθεριακώς «σκεπτόμενοι» («αριστεροί», σοσιαλιστές, μετανεωτερίζοντες φιλελεύθεροι). Από την άλλη, οι «αντιδραστικοί» (κομμουνιστές, ακροδεξιοί, «λοιπές συντηρητικές δυνάμεις»). Στο νεοφιλελεύθερο παραμύθι με τις «ίσες ευκαιρίες αυτοπραγμάτωσης του καθενός» και τις καλές προοδευτικές μάγισσες των εθνικών κοινοβουλίων, που υποτίθεται ότι εξασφαλίζουν σε άτομα και δικαιωματούχες μειονότητες όλων των ειδών τις νομικές συνθήκες που υποτίθεται ότι επιτρέπουν «σε όλους» να απολαμβάνουν απρόσκοπτα τα νομικά και «φυσικά» τους δικαιώματα, οι πρώτοι θα είναι οι «καλοί και ανοιχτόμυαλοι», οι δεύτεροι οι «κακοί και χαζοί». Μια ανόητη ελευθεριακή μεταφυσική της «προόδου», στα πλαίσια της οποίας οτιδήποτε εμφανίζεται ως «καινοτόμο και ριζοσπαστικό» είναι αυτομάτως «καλό, ορθολογικό και προοδευτικό», ενώ ότι αντιτίθεται σε αυτήν την «πρόοδο» και την φιλελευθεροποίηση, είναι αυτομάτως συντηρητικό, ανορθόλογο, άρα αντιδραστικό. Έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αν αύριο επιτραπεί νομικά, με πρωτοβουλία κάποιων ενδιαφερομένων μειονοτήτων, ο «συναινετικός κανιβαλισμός» και μεθαύριο η «παιδαγωγική αιμομιξία» ή ακόμα, ο «διασταυρωτικός ερωτισμός μεταξύ των ειδών» και συνεπώς, η κτηνοβασία με τα οικόσιτα, κάθε ένσταση σε μια τέτοια εξέλιξη των ηθών και του «νομικού μας πολιτισμού» θα θεωρηθεί ασφαλώς από κάποιους «ανοιχτόμυαλους» εραστές των καινοτομιών τόσο ανορθόλογη και συντηρητική, όσο ήταν παλαιότερα η αντίδραση στην αποποινικοποίηση της μοιχείας.
Η συζήτηση μας δίνει ωστόσο μια ευκαιρία να ανιχνεύσουμε τους τρόπους με τους οποίους αποσταθεροποιούνται οι προηγούμενοι τρόποι σκέψης ενός διευρυμένου τμήματος της κοινωνίας, που δηλώνει παντού και πάντα τις εκσυγχρονισμένες και «προοδευτικές» του αντιλήψεις. Τις διαδικασίες δηλαδή της διαμόρφωσης και της χειραγώγησης μιας νέας κοινής γνώμης που συστηματικά και στερεότυπα αντιτίθεται σε όλα «τα στερεότυπα του παρελθόντος».
Στο στρατόπεδο των «προοδευτικών δυνάμεων», δεν πρόκειται για πολύ λόγο που έγινε «για το τίποτα», αλλά για πολύ λόγο για τα πάντα μεταξύ ιδιωτών χωρίς άλλες κοινές ιδιότητες, πέραν της πολιτικά ορθής κοινής επιθυμίας τους να φανούν σε κάθε περίσταση «καινοτόμοι και ανοιχτοί στους νεωτερισμούς». Από ηθικής άποψης, «ανθρωπιστές» που στην μεταπολιτική, θρησκευτική φαντασία τους «αγκαλιάζουν με αγάπη» όλα τα ομιλούντα δίποδα του κόσμου. Μεταξύ ατόμων με διάφορες φανταστικές ή πραγματικές εξειδικεύσεις σε πολλά επιμέρους ζητήματα περί του ανθρώπου και της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας. Μεταξύ δικτυωμένων μεταξύ τους τυπικά εγγράμματων, αλλά φιλοσοφικά και πολιτικά ανυποψίαστων ατόμων που διαθέτουν και ανταλλάσουν με ασυνάρτητο τρόπο ένα πλήθος από ασύνδετες πληροφορίες, τις οποίες με συγκινητική αφέλεια αποκαλούν «γνώσεις». Μεταξύ ανορθόλογα σκεπτόμενων ψευτοορθολογιστών που ορκίζονται στις ιδιαιτερότητές τους ή στις επιλογές τους στο πεδίο του lifestyle, που τους καθιστούν, όπως φαντάζονται, «κάπως διαφορετικούς», ίσως και «μοναδικούς» ως προς όλους τους άλλους ομοίους τους, ομοίως «διαφορετικούς και μοναδικούς».
Είναι αναμφισβήτητο ότι η αλήθεια περί των ζητημάτων της κοινωνίας και του ανθρώπου πολύ δύσκολα μπορεί να διαχωριστεί από τις ιστορικές και πολιτικές συνθήκες της παραγωγής της ή από τις μακροπρόθεσμες συνέπειές της. Για να ερμηνεύσουμε συνεπώς σήμερα τον συχνά παραληρηματικό και επιφανειακά επιστημονικό λόγο με τον οποίο θεωρείται προοδευτικώς αυτονόητη η μετατροπή του εθιμικού και ηθικού πλαισίου λειτουργίας των παραδοσιακών δυτικών κοινωνιών, είναι απαραίτητο να μιλήσουμε για όλη αυτήν την επικαιρότητα σε συνάρτηση με το φιλελεύθερο και ατομοκεντρικό πρόταγμα μιας διεθνοποιημένης κοινωνίας, ομογενοποιημένης γύρω από την αυτορυθμιζόμενη παγκόσμια αγορά και την πολιτική θρησκεία των ατομικών, δήθεν ανθρώπινων δικαιωμάτων όλων εκείνων των κατά φαντασία απελεύθερων και χειραφετημένων δικαιωματούχων που θεωρούν τις όποιες επιθυμίες τους ή τα συμφέροντά τους ως το μοναδικό κριτήριο λειτουργίας μιας ορθολογικής δημοκρατικής κοινωνίας. Η αντικατάσταση των παλαιότερων θεολογικών ερμηνειών του κόσμου και των αντίστοιχων αξιακών και ηθικών συστημάτων του από την επιστήμη και την τεχνολογία κάθε άλλο παρά εξαφάνισε, όπως ξέρουμε, τις μεταφυσικές αναζητήσεις ή τις ιδεολογικές χρήσεις της επιστήμης. Ίσως δε, ο φαινομενικός εξορθολογισμός συνοδεύει την ανάδυση μιας νέας μαγικής σκέψης γεμάτης από εκλαϊκευμένα ψευδοορθολογικά αποσπάσματα γνώσεων και «μισές αλήθειες» – πληροφορίες στη διάθεση του κάθε πληροφορημένου πολίτη.
Οι πολιτικοί «εκπρόσωποι» του λαού, αδιαφορώντας για τις απόψεις αυτού του «θρησκόληπτου και καθυστερημένου» τμήματος της κοινωνίας, αγωνίζονται κατά πλειοψηφία για τα συμφέροντα μειονοτήτων υπό κρατική προστασία, χωρίς άλλες ιδιότητες ή ευαισθησίες πέραν της ιδιαιτερότητάς τους. Δηλαδή κάποιων ιδιωτών που οι μετανεωτερικές φιλελεύθερες δυτικές κοινωνίες της συμφοράς κατασκευάζουν συστηματικά σε βάρος ακόμα και των ίδιων των ιδιωτών ή των μειονοτήτων, τα συμφέροντα των οποίων υποτίθεται ότι προστατεύουν.
Ιδεολογικές χρήσεις και καταχρήσεις της επιστήμης της Ψυχολογίας
Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό εμφανίστηκε ως υποστηρικτικό της διάταξης περί της αναδοχής παιδιών από ομόφυλα ζεύγη ένα κείμενο με πολλές υπογραφές Καθηγητών Τμημάτων Ψυχολογίας των ΑΕΙ. Σε αυτό το κείμενο με πολύ στόμφο, μπορούσε να διαβάσει κανείς ότι «Ο σεξουαλικός προσανατολισμός των γονέων δεν έχει μετρήσιμες επιπτώσεις στην ποιότητα των σχέσεων γονέα – παιδιού, στην ψυχική υγεία των παιδιών ή στην κοινωνική τους προσαρμογή», ή ότι «τα επιστημονικά ευρήματα συμφωνούν στο ότι οι ομοφυλόφιλοι άνθρωποι είναι τόσο κατάλληλοι και ικανοί ως γονείς όσο είναι και οι ετεροφυλόφιλοι. Επιπρόσθετα, η εμπειρική έρευνα δεν υποστηρίζει την αντίληψη ότι η ανατροφή από ομοφυλόφιλο γονέα επηρεάζει την ανάπτυξη της ταυτότητας φύλου του παιδιού, ενώ δεν υπάρχουν εμπειρικά δεδομένα ότι η παρουσία τόσο του αντρικού, όσο και του γυναικείου προτύπου στο σπίτι προάγει την προσαρμογή και ευεξία των παιδιών και εφήβων».
Ένας άλλος τέτοιος ιδεολόγος του ριζοσπαστισμού κάποιου ελληνικού ΑΕΙ, ισχυρίστηκε μάλιστα σε κάποια εφημερίδα ότι το παιδί που μεγαλώνει από ομόφυλο ζεύγος δεν χρειάζεται τα ανδρικά ή γυναικεία πρότυπα ταύτισης από τους ίδιους τους γονείς του, αφού παρόμοια πρότυπα μπορεί να βρει άφθονα στην ευρύτερη κοινωνία ή στα ΜΜΕ…
Χρειάζονται όμως τέτοιες ταυτότητες φύλου και τέτοια πρότυπα στους «χειραφετημένους από όλα τα στερεότυπα» μελλοντικούς πολίτες; Για κάποιους καχύποπτους, ίσως αυτό ήταν το άρρητο και αποσιωπημένο ερώτημα που διέσχιζε όλη την συζήτηση περί αναδοχής παιδιών από ομόφυλα ζεύγη.
Θα λέγαμε καταρχάς, ότι σύμφωνα με τους αξιακούς κανόνες του μεταμοντέρνου δικαιωματισμού, κάθε ιδέα πρώιμης εγχάραξης αξιών, προτύπων, συχνά ακόμα και γνώσεων στο παιδί από την κοινωνία των ενηλίκων τείνει πλέον να θεωρείται από τους αναρχοφιλελεύθερους ως πράξη αυταρχική, που αντιβαίνει στα «φυσικά δικαιώματα» αυτοκαθορισμού του καθενός. Το φύλο, νοούμενο όχι ως βιολογικώς οριζόμενη πραγματικότητα, αλλά ως προτίμηση κοινωνικού ρόλου που «οφείλει να επιλέγεται ελεύθερα και συνειδητά από τα άτομα» (επί του θέματος θα επανέλθουμε πιο κάτω), εμπίπτει, σύμφωνα με τους παραπάνω ισχυρισμούς, σε αυτά τα ατομικά, νομικά δικαιώματα. Κατά συνέπεια, παρόμοια πρότυπα φύλου κρίνονται κατά βάθος ως «παιδαγωγικώς ακατάλληλα» για τις ταυτότητες των πολιτών του μέλλοντος. Άλλωστε, ενώπιον των φαντασιώσεων και των ευμετάβλητων ατομικών επιθυμιών των συντρόφων στα σύγχρονα ομόφυλα ζευγάρια, η έννοια του ανδρικού και γυναικείου προτύπου έχει χάσει προφανώς το όποιο νόημα της είχε απομείνει[1].
Πίσω από τα νομικίστικα ελευθεριακο-φιλελεύθερα προτάγματα του δικαιωματισμού και τις ψυχολογίζουσες, γλυκανάλατες αναφορές στην γονεϊκή μέριμνα, στην «στοργή και την αγάπη» (που βεβαίως μπορεί να διαθέτει ένα ομόφυλο ζεύγος ανθρώπων για ένα παιδί που μεγαλώνει μαζί του), αναδεικνύονται από τέτοιες φιλελεύθερες καινοτομίες η προχειρότητα και η αποσπασματικότητα με τις οποίες ο νευρωτικός, ατομοκεντρικός λόγος της ριζοσπαστικής μετανεωτερικότητας αντιμετωπίζει κεντρικά, ανθρωπολογικής φύσης διακυβεύματα της οργάνωσης της κοινωνίας, σε βάρος όχι μόνον κάποιων ορφανών παιδιών (που από τον Καιάδα των ιδρυμάτων θα μεταφέρονται, «εθελοντικά» ή όχι, σε ομόφυλες ανάδοχες οικογένειες), αλλά και σε βάρος κάθε πραγματικά ελεύθερης επιλογής στο πεδίο του σεξουαλικού προσανατολισμού των ατόμων – είτε ετεροφυλόφιλων, είτε ομοφυλόφιλων. Πράγματι, ποιες θα ήταν άραγε στις ομόφυλες οικογένειες οι «πρωταρχικές σκηνές», τα κρυφά ακούσματα και γενικότερα οι γονεϊκές παραστάσεις μέσα από τις οποίες συγκροτούνται οι πρώιμες φαντασιώσεις των παιδιών, δημιουργούνται τα σύνδρομα και οι ψυχικοί μηχανισμοί των ταυτίσεων, των απωθήσεων, του «Υπερεγώ» και της ηθικής συνείδησης; Όπως ισχυρίζεται ο Φρόυντ (Το οικονομικό πρόβλημα του μαζοχισμού, 1924), σε αυτές τις αρχικές γονεϊκές εικόνες έρχονται αργότερα να προστεθούν εκείνες των δασκάλων, των αρχών, των μοντέλων ζωής και των ηρωικών προτύπων που αναγνωρίζονται από την κοινωνία. Η τελευταία εικόνα που κλείνει την κοσμοθεωρητική σειρά η οποία ξεκίνησε από το γονεϊκό ζεύγος με το ανδρικό και γυναικείο πρότυπο του πατέρα και της μητέρας είναι, όπως γράφει ο Φρόυντ, (στα ελληνικά) «η Μοίρα», έστω «ο Λόγος και η Ανάγκη» – ή ακόμα, «ο Θεός και η Φύση, έννοιες δηλαδή που αναφέρονται συμβολικά σε απόμακρες οργανωτικές δυνάμεις, σε αρχές μυθολογικά νοηματοδοτημένες, στην προέκταση ακριβώς του γονεϊκού ζεύγους.» Επιπλέον, ίσως μπορούμε να αναρωτηθούμε πως θα οργανώνονται οι ψυχικές λειτουργίες που διέπουν όχι μόνο τον ετεροφυλόφιλο, αλλά ακόμα και τον ομοφυλόφιλο πιθανό προσανατολισμό του αγοριού, το οποίο δεν θα έχει πια ούτε καν την ευκαιρία να ανακαλύψει ότι η γυναίκα (μητέρα) δεν διαθέτει πέος…
Εξάλλου, για να μείνουμε στο πεδίο της ψυχαναλυτικής θεωρίας, ο Νόμος και η πατρική φιγούρα που λειτουργούσε ως «εξουσία», μπορούσε και όφειλε να προσδιορίσει τα όρια της ανοχής και να προφέρει τα απαραίτητα «όχι» στον αχαλίνωτο ναρκισσισμό, στην παιδική φαντασίωση της παντοδυναμίας, δηλαδή να διαμορφώσει τα διανοητικά και ηθικά πλαίσια της υπέρβασης του παιδικού εγωκεντρισμού και να συγκροτήσει το υπερεγωτικό πλαίσιο ελέγχου των εκκοινωνισμένων ατομικών συμπεριφορών. Οικοδομούσε έτσι ένα κανονιστικό πλαίσιο το οποίο μπορούσε ενδεχομένως να επιτρέψει τη συνειδητοποίηση της καταπίεσης, την «αντιεξουσιαστική αμφισβήτηση» της πατρικής εξουσίας και την εξέγερση κατά της τάξης αυτής. Στη θέση αυτού του «εξουσιαστικού» πατρικού προτύπου, αναδεικνύεται ένας μονίμως γλυκανάλατος, δικαιωματιστικός ψευτομητριαρχικός και ιδεολογικά θηλυκοποιημένος έλεγχος πάνω στις συμπεριφορές των νεαρών ανθρώπων. Εννοείται πάντα «για το καλό τους». Στο όνομα της «τρυφερής αγάπης» (για τον Άλλο, τον συνάνθρωπο, το παιδί κλπ.), το νέο αυτό ψευτο-αντι-πατριαρχικό πλαίσιο οδηγεί τα ανθρώπινα όντα σε μια ψυχοκοινωνική κατάσταση μόνιμης ενοχοποίησης για τα «κακά συναισθήματά τους», ή τις «αχάριστες συμπεριφορές τους». Ούτε όσοι τις υφίστανται, ούτε όσοι ασκούν αυτές τις δήθεν αντιπατριαρχικές και δήθεν μητριαρχικές μορφές ελέγχου και καταστολής που δίνουν μονομερώς έμφαση στην «αγάπη», στην «αφοσίωση» ή στις θυσίες των «αγαπημένων γονέων του ίδιου φύλου για το παιδί» ως ανθρώπινο αντικείμενο της λατρείας τους, θα μπορούν να αποφύγουν την ουδετεροποίηση και την άρρητη καταστολή των συναισθημάτων τους.
Τι να πρωτοθαυμάσει λοιπόν κανείς σε όλα αυτά τα καινοτόμα που γράφτηκαν και ακούστηκαν υπερ της αναδοχής παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια στο όνομα του εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας; Τον στομφώδη ψευδοεπιστημονικό βερμπαλισμό; Την ξέφρενα αποδομιστική αερολογία; Τον μεθοδολογικά ασουλούπωτο υποκειμενικό σχετικισμό; Τον αφελή θετικισμό, με τα άγνωστα «μετρήσιμα μεγέθη» των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων της ανατροφής ενός παιδιού από ομόφυλα ζευγάρια; Τον φιλοσοφικό πρωτογονισμό και τον μυστικισμό περί της «προόδου»; Τον θεωρητικά ανυποψίαστο χαρακτήρα της ανάδειξης ενός κάποιου «μεταμοντέρνου» ιδεώδους της επιστήμης, σε πλήρη αντιδιαστολή όχι μόνον με τα προτάγματα της ηθικής ή της θρησκείας, αλλά και με εκείνα της ιστορικής και ανθρωπολογικής παράδοσης επί της οποίας θεμελιώθηκαν οι ανθρώπινες κοινωνίες; Την επένδυση των ιδεολογημάτων της μόδας με το μετανεωτερικό φαντασιακό της «ειρωνείας και κριτικής» που έχει ντυθεί με τα ρούχα του ορθού λόγου; Τις μεθοδολογικά διάτρητες κατά παραγγελία «επιστημονικές έρευνες» με τα δήθεν πορίσματα των οποίων βομβαρδίζονται οι πληροφορημένοι ιδιώτες;
Μερικοί αντιφρονούντες σε τόση περιρρέουσα επιστημονοφανή πολιτική ορθότητα αναρωτήθηκαν βεβαίως: Τι ακριβώς είναι το «μετρήσιμο μέγεθος» των πιθανών ψυχικών διαταραχών; Υπάρχει μήπως «μέσα μας και γύρω μας», στα διάφορα συμπτώματα της κατάθλιψης, του άγχους, των κρίσεων πανικού κλπ., μια μη καταμετρητέα ποσότητα δυσφορίας και μελαγχολίας; Με ποιο ακριβώς τρόπο λοιπόν, οι εμπειρικές έρευνες μετρούν την «προσαρμογή και ευεξία των παιδιών» σε διαφόρων ειδών «οικογενειακά» περιβάλλοντα;
Είναι χαρακτηριστικό ότι παραλείπονται εξόχως ενδιαφέροντα εμπειρικά δεδομένα που προέρχονται από την βορειοαμερικανική (καναδική) εμπειρία παιδιών που μεγάλωσαν με gay γονείς (επί παραδείγματι κείμενο διαμαρτυρία της Dawn Stefanowicz (http://www.thepublicdiscourse.com/2015/04/14899/) Δημοσιευμένο στα Ελληνικά από την Ποντιακή Γνώμη, Δεκέμβριος 2015). Σε αυτό το κείμενο η Stefanowicz σημειώνει μεταξύ πολλών άλλων «Τα παιδιά οικογενειών του ίδιου φύλου θα αρνηθούν πολλές φορές τη θλίψη τους και προσποιούνται ότι δεν τους λείπει ένας βιολογικός γονέας, αφού νιώθουν πιεσμένα να μιλούν θετικά λόγω της κρατικής πολιτικής γύρω από τα ομοφυλόφιλα νοικοκυριά».
Στο δοκίμιο για τις ψυχονευρώσεις (τις φοβίες, τις έμμονες ιδέες, την υστερία κλπ.), ήδη από το 1894, ο Φρόυντ είχε επισημάνει ότι «παρότι δεν διαθέτουμε κανένα μέσο να το μετρήσουμε, υπάρχει στις ψυχικές λειτουργίες κάτι που διαθέτει τον χαρακτήρα μιας ποσότητας (συναισθηματική φόρτιση, άθροισμα ερεθισμών). Κάτι που επιδέχεται αύξηση, μείωση, μετάθεση και αποφόρτιση. Κάτι που εκτείνεται πάνω στα μνημονικά ίχνη των παραστάσεων, όπως περίπου κάνει μια ηλεκτρική εκκένωση στην επιφάνεια των φυσικών σωμάτων».
Ακόμα, πρέπει να αναρωτηθούμε: Ποιο είναι ακριβώς το αντικείμενο των ερευνών το αποτέλεσμα των οποίων χρησιμοποιείται για να τεκμηριωθεί η θέση υπέρ της αναδοχής; Διότι προφανώς είναι διαφορετικό να μελετά μια έρευνα την σχέση του σεξουαλικού προσανατολισμού ενός γονέα με την ψυχική υγεία του παιδιού και πολύ διαφορετικό αντικείμενο έρευνας, η σχέση ανάμεσα στην αναδοχή ενός παιδιού από ομόφυλα ζευγάρια με την ψυχική υγεία και ανάπτυξη του. Με ποια δείγματα και σε ποιο βάθος χρόνου εδραιώνονται και επαληθεύονται τα ερευνητικά πορίσματα σχετικά με παρόμοιες ασυνήθεις καταστάσεις αναδοχής, τα οποία με στόμφο επικαλούνται οι διάφοροι πολιτικά ορθοί «ορθολογιστές» και οι συνήθεις συνοδοιπόροι των ριζοσπαστικών καινοτομιών; Πρόκειται για βασικά, μεθοδολογικής φύσης ερωτήματα, στα οποία αδίκως μάλλον κάποιοι θα περίμεναν κάποιες πειστικές και έγκυρες επιστημονικά διευκρινίσεις.
Όμως βέβαια το πρόβλημα με τις «πολιτικά ορθές», ιδεολογικές χρήσεις της επιστήμης – ιδιαίτερα της ψυχολογίας – δεν είναι καν ο στυγνός «πολιτισμικός αποικισμός» των νοοτροπιών κάποιων καθεστωτικών και «μεταμοντέρνων» ευρωπαίων ψυχολόγων που υιοθετούν άκριτα όλες τις αμερικανόπνευστες μπουρδολογίες με τις οποίες αρκετοί από αυτούς τους κατά φαντασίαν κοινωνικούς επιστήμονες έχουν γαλουχηθεί. Άλλωστε, πολλοί Καθηγητές Ψυχολογίας από τους υπογράφοντες το ελληνικό κείμενο υπέρ της αναδοχής, δεν είναι επιστημονικά και φιλοσοφικά ανυποψίαστοι, (όπως ο υποφαινόμενος είναι σε θέση να γνωρίζει προσωπικά, αφού υπήρξε κατά καιρούς μέλος των εκλεκτορικών σωμάτων για την εκλογή ή την εξέλιξη αρκετών εξ’ αυτών ή κάποτε των εκλεκτόρων που εξέλεξαν αργότερα αυτούς τους ακαδημαϊκούς). Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους έχουν επαρκείς επιστημονικές εξειδικεύσεις, καθώς και την φιλοσοφική παιδεία ώστε να καταλαβαίνουν τον επιστημονικά ανυπόστατο και ιδεολογικά προσανατολισμένο χαρακτήρα του κειμένου που έχουν υπογράψει. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Γιατί αυτοί οι λίγοι ή πολλοί αξιόλογοι επιστήμονες υπογράφουν, έστω με βαριά καρδιά, ένα τέτοιο κείμενο; Διότι θα απαντούσαμε, έτσι απαιτεί η ιδεολογικά ηγεμονική πολιτική ορθότητα της εποχής, οι χρηστοήθειες του «πνεύματος των καιρών», από όλους όσους επιθυμούν να ενταχθούν ομαλά και χωρίς συγκρούσεις στην κάστα των επαγγελματικά ομοίων τους. Ποιοι ακριβώς είναι αυτοί οι «όμοιοι», που ορίζονται ιδεολογικά από το «πνεύμα των καιρών»; Είναι εκείνοι που χαρακτηρίζονται από τη θρησκευτική προσήλωση στην πολιτική θρησκεία των ατομικών, νομικών «ανθρώπινων» δικαιωμάτων, στην οποία πιστεύουν οι περισσότεροι από τους μεταμοντέρνους «εξειδικευμένους σε κάτι» υποεπιστήμονες που εδώ και λίγα χρόνια «τρούπωσαν» μαζικά στα δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια – συνεπώς, ακόμα πιο μαζικά στα ελληνικά, ιδιαίτερα μάλιστα στους τομείς των επιστημών του ανθρώπου και της κοινωνίας. Συνεπώς, «ελιτοποιήθηκαν». Έδωσαν επιστημονικό και ορθολογικό υποτίθεται κύρος στις ιδεοληψίες και στα υποπροϊόντα της θεωρητικής και μεθοδολογικής τους ανεπάρκειας. Θεωρούν έκτοτε, ότι αποτελούν κάτι σαν διακριτή κοινωνική σφαίρα από «διανοούμενους – πρωτοπόρους», η σκέψη των οποίων θα έπρεπε να αποτελεί το πρότυπο για εκείνη την «αρχαϊκή και πρωτόγονη» κοινή γνώμη και την κοινή ηθική, που οι μετανεωτερικοί νεοφασίζοντες, οι οποίοι ορκίζονται στην απελευθέρωση όλων των επιθυμιών, έχουν συνηθίσει να περιφρονούν, είτε ως αυταρχικά κανονιστική, είτε ως «μορφωτικά υπανάπτυκτη».
Ιστορικές διαστάσεις της νομιμοποίησης των καθεστώτων πολιτικής και πολιτισμικής κυριαρχίας στο όνομα του ορθού λόγου
Η συμμόρφωση των μέσων διανοουμένων της κάθε εποχής στις επιταγές της εκάστοτε πολιτικής ορθότητας δεν είναι προφανώς κάτι καινούργιο στην ιστορία της σχέσης των καθεστώτων με τις πολιτικές ιδέες περί του ανθρώπου και της κοινωνίας. Λόγου χάρη στην εποχή της αποικιοκρατίας, όταν το «διαφορετικό» δεν ήταν συνώνυμο με το «ίσο», αλλά στιγμάτιζε ολόκληρες κοινωνικές ομάδες και φυλές του τρίτου κόσμου ως «κατώτερες» από τους δυτικοευρωπαϊκούς, αστικούς πληθυσμούς, πολλοί παρόμοιοι επιστήμονες έσπευδαν με πολύ σοβαροφάνεια να υποβαθμίσουν τις «έμφυτες ικανότητες» των πληθυσμών των μη δυτικών κοινωνιών με όρους κρανιολογίας και φρενολογίας. Χέρι με χέρι με τους καθεστωτικούς ηθικολόγους του θεσμικού συστήματος εξουσίας της εποχής (ιερείς, νομικούς, κοινωνιολόγους, ιατρούς, πολιτικούς επιστήμονες κλπ.), θεωρούσαν απολύτως αυτονόητο και προοδευτικό το δικό τους αξιακό τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Αργότερα, κατά την περίοδο της ναζιστικής επικυριαρχίας, ιδιαίτερα στη Γερμανία, πολλοί πολιτικώς ορθοί επιστήμονες φρόντισαν χωρίς ενδοιασμούς να επισημάνουν τις διαχρονικά εγγενείς αρετές της «αρείας φυλής» και να απαξιώσουν τους Εβραίους, τους Τσιγγάνους ή τους ομοφυλόφιλους προετοιμάζοντας το έδαφος για την «τελική λύση». Πέραν όμως των Γερμανών βιολόγων που υποστήριξαν τον εθνικοσοσιαλιστικό ρατσισμό, θα πρέπει επίσης να θυμηθούμε ότι το Σοβιετικό καθεστώς την εποχή του Στάλιν ήρθε σε αντίθεση για ιδεολογικούς λόγους με την γενετική επιστήμη και τη βιολογία, τόσο πολύ ώστε όποιος ήταν αντίπαλος του περιβόητου Λυσένκο στην εφαρμογή της θεωρίας του Λαμάρκ στη γεωργική παραγωγή, κατέληγε στη Σιβηρία. Ακόμα τη δεκαετία του ’50- ’60 σε πολλές δυτικές χώρες η ομοφυλοφιλία θεωρείτο παθολογική κατάσταση από ιατρική και ψυχολογική άποψη και η ομοφυλοφιλική συμπεριφορά ποινικό αδίκημα.
Οι φιλελεύθερες επιστημονικές ιδεολογίες υπό το πρόσημο του ατομισμού και του δικαιωματισμού
Μετά το 1980 και παράλληλα με την κατάρρευση των σταλινικών πατρίδων του σοσιαλισμού, καθώς και την αποδυνάμωση όλων των οικονομικά και πολιτικά αδύναμων εθνικών κρατών, η κανονιστική πολιτική ορθότητα άλλαξε, ακολουθώντας τις διαδικασίες της διεθνοποίησης του «καζινοκαπιταλισμού». Τώρα πια, υπό το πρίσμα του ατομοκεντρικού νομικού δικαιωματισμού, αφενός οι συλλογικές, ιστορικές ιδιοπροσωπείες των κοινωνιών αντιμετωπίστηκαν με «κοσμοπολίτικη», μετανεωτερική καχυποψία (ως φορείς ολοκληρωτισμών, «εθνικισμών» και «λαϊκισμών»), αφετέρου το πολιτικο-κοινωνικό φαντασιακό του δυτικού κόσμου γέμισε δικαιωματούχες μειονότητες όλων των ειδών και ατομικότητες νομικά εξισωμένες μεταξύ τους, αλλά και εξ ορισμού πεπεισμένες για την εγγενή τους «διαφορετικότητα». Μεθοδολογικά, ο κανόνας απαιτεί λοιπόν τώρα πια από τους καθεστωτικούς οργανικούς διανοούμενους σε ρόλο «ελίτ», να δώσουν έμφαση στις διάφορες «εξαιρέσεις που αμφισβητούν τους κανόνες» και στο «δικαίωμα της χειραφέτησης όλων από όλα τα στερεότυπα του παρελθόντος» (συνεπώς, στις καινοτομίες, στον «αντικομφορμισμό» κλπ.). Οι πάντα πρόθυμες και πειθήνιες νέες «ελίτ», ιδιαίτερα στους τομείς που παράγουν και αναπαράγουν τις ηγεμονικές ιδεολογίες της νέας εποχής (συνεπώς που διεξάγουν την επιστημονική έρευνα στους τομείς των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών), έσπευσαν, συχνά με το αζημίωτο, να υιοθετήσουν όλα τα κοσμοθεωρητικά στερεότυπα της παγκοσμιοποιημένης φιλελεύθερης και μετανεωτερικής κουλτούρας made in USA και να τα διοχετεύσουν, μέσα από πολυάριθμες εκλαϊκεύσεις, προς την εκπαίδευση και τα ΜΜΕ, συνεπώς, προς την υπό εκσυγχρονισμό κοινή γνώμη της νεολαίας, διαμορφώνοντας και ταυτόχρονα χειραγωγώντας την πρώην κοινή της λογική. Σε αυτές τις συνθήκες, η νέα, μετασοβιετική δυτική «αριστερά», κοινωνιολογικά μικροαστική, πολιτικά αστική και ιδεολογικά φιλελεύθερη, από το 1980 και ύστερα, δηλώνει πλέον χωρίς ενδοιασμούς, την περιφρόνησή της για τον «χοντρό λαό» (την πολιτική ηθική του, τις ταυτοτικές ιστορικές εμμονές του, τις πολιτισμικές του παραδόσεις και τις αισθητικές του προτιμήσεις). Για την «κοσμοπολίτισσα Σάρα», την «ριζοσπαστική Μάρα» και το φιλελεύθερο «κακό συναπάντημα» των φαντασιακά ελιτοποιημένων ιδιωτών, η μεν «αριστερά» ταυτίστηκε με τις πρακτικές και τις ιδεολογίες των cool ευκατάστατων μεσοαστών – κάτι σαν το lifestyle, που επιδεικνύουν σε κάθε ευκαιρία οι ταξιδεμένοι και σπουδαγμένοι χορτοφάγοι ποδηλάτες – ο δε ο «λαϊκισμός» καθίσταται έγκλημα σκέψης. Ο «αντιρατσισμός», ο «ανεθνισμός» (που βαπτίζεται «αντιεθνικισμός») και η μόνιμη, σχεδόν υστερική, καταγγελία της ομοφοβίας, υποκαθιστούν στις πολιτικά ορθές χρηστοήθειες αυτής της νέας «αριστεράς», τις παλιές, μαρξιστογενείς ευαισθησίες της «πάλης των τάξεων» και των αντιιμπεριαλιστικών λαϊκών αγώνων.
Σήμερα βέβαια, η μελέτη των γενετικών διαφορών μεταξύ των ανθρώπινων ομάδων έχουν ουσιαστικά απαγορευτεί από την επιστημονική δεοντολογία καθότι τα αποτελέσματά τους θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν ρατσιστικές απόψεις. Παράλληλα όμως, υπό την επήρεια των προόδων της βιοτεχνολογίας, οι ίδιες διαφορές ανιχνεύονται στο επίπεδο της βιολογικής υπόστασης των ατόμων. Ο παραπάνω μεθοδολογικός εξατομισμός, είτε με εργαλειακές, είτε με ιδεολογικές μορφές, υποκρύπτει τις χειρότερες ίσως μορφές ενός νέου ρατσισμού «χωρίς ράτσες».
Προϋποθέσεις και συνέπειες της ιδεολογικής αποβιολογιοποίησης του φύλου και οι μετανεωτερίζουσες αποδομήσεις της έννοιας της ομοφυλοφιλίας
Κατά συνέπεια, οι βιολογικές διαφορές έπαψαν να είναι πολιτικώς ορθό κριτήριο ομαδοποιήσεων, έστω και στο επίπεδο του φύλου. Η ταξινόμηση και ομαδοποίηση των ανδρών και γυναικών στις βιολογικά οριζόμενες κατηγορίες του αρσενικού και του θηλυκού άρχισε να αντιμετωπίζεται σχεδόν ως «ορθολογικά απαράδεκτο ιδεολογικό στερεότυπο του παρελθόντος». Αρχικά, υπό την επήρεια του φεμινιστικού κινήματος, έγινε της μόδας «η αντικατάσταση της λέξης «φύλο» (sex) από τη λέξη «φύλο γένους» (gender), πράγμα που στην ουσία συνεπαγόταν την αντίληψη ότι η «γυναίκα» δεν αποτελούσε τόσο μια βιολογική κατηγορία όσο ένα κοινωνικό ρόλο. Όποιος επιστήμονας θα προσπαθούσε τώρα να ερευνήσει τέτοια ευαίσθητα θέματα, γνώριζε ότι έμπαινε σε πολιτικό ναρκοπέδιο». (Hobsbawm, E. (1997). Η Εποχή των Άκρων, εκδ. Θεμέλιο, σ. 701) Αν όμως η γυναίκα ιδεολογικά αποβιολογιοποιούμενη καθίσταται απλώς ένας φορέας κοινωνικών ρόλων, γιατί άραγε να μην ισχύει το ίδιο για τον άντρα; Εύκολα, στα πλαίσια του μετανεωτερικού ριζοσπαστικού σχετικισμού, το παραπάνω ερώτημα εκτρέπει τον όποιο βιολογικό προσδιορισμό του φύλου προς τον ιδεολογικό χώρο της ασάφειας, της ρευστότητας ή της υποκειμενικής αβεβαιότητας. Τώρα δεν καταργείται πια μόνο η παραδοσιακή, στην Ελλάδα τουλάχιστον, ιδεολογική, αλλά και πρακτική διάκριση μεταξύ του «ενεργητικού» – ανδρικού και του «παθητικού» – γυναικείου πόλου της ομοφυλόφιλης σχέσης ή ο πιθανός αμφι-φυλόφιλος συνδυασμός τους. Πέραν από τα δίπολα του αρσενικού – θηλυκού εντός τόσο της ετεροφυλοφιλίας, όσο και της ομοφυλοφιλίας, η σύγχρονη πολιτική ορθότητα αναδεικνύει την ύπαρξη μιας πολύχρωμης, αμερικανόπνευστης «gay κουλτούρας» γεμάτης καλογυμνασμένα σωματικά πρότυπα, δίπλα σε άλλες, πιο εύθραυστες και τρόπον τινά πιο «θηλυκά» σωματοποιημένες στάσεις και συμπεριφορές. Εντός της κουλτούρας αυτής κυριαρχεί ο νέος a priori κανόνας: του ιδεολογικού εναγκαλισμού της ομοφυλοφιλίας από την ελευθεριάζουσα μετανεωτερικότητα που καθιστά την εναλλαγή των ρόλων και των ταυτοτήτων που συνδέονται με το φύλο σχεδόν αυτονόητη για τους συμμετέχοντες σε αυτήν την gay κουλτούρα. Οι ρόλοι αυτοί «πρέπει να» ορίζονται συγκυριακά, από τις χειραφετημένες από όλα τα στερεότυπα, συνειδητές ατομικές επιλογές. Απέναντι λοιπόν στους straight κάθε λογής ετεροφυλόφιλων ή ομοφυλόφιλων (αν μας επιτραπεί η έκφραση), κερδίζει έδαφος μια μορφή a priori «ερμαφροδιτισμού», συχνά ιδεολογικά νομιμοποιημένου με δήθεν βιολογικούς όρους (ως «φυσικής», εκ γενετής κατάστασης). Παράλληλα με αυτήν την δογματικά και αξιωματικά δηλωμένη «βιολογική απροσδιοριστία» της ταυτότητας που ως σήμερα στήριζε τη διάκριση αρσενικού – θηλυκού, προεκτείνοντας την μάλιστα ακόμα και εντός των ομοφυλόφιλων σχέσεων, στο πεδίο των ρόλων, αναδεικνύεται με έμφαση ένας ρευστός ή αναποφάσιστος, «μεταμοντέρνος» σεξουαλικός προσανατολισμός, ο οποίος συγκαλύπτει την ιδεολογική ηγεμονία του στο όνομα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων και ελευθεριών «όλων» των ομοφυλόφιλων. Ακόμα και εκείνων, ίσως των περισσότερων, που αφενός έχουν βαρεθεί τις «σκηνές κυνηγιού στην Βαυαρία», δηλαδή τους εξευτελισμούς και τις φασίζουσες διώξεις που εξακολουθούν να υπάρχουν σε βάρος τους, αλλά και που αφετέρου δεν επιθυμούν καθόλου να αναπαράγουν με την σχέση τους το τυπικό πλαίσιο της ετερόφυλης μικροαστικής και αστικής οικογένειας.
Σε ποιόν λοιπόν να θυμίσει πια κανείς τον «ξεπερασμένο» για κάποιους ψυχολογίζοντες, Φρόυντ (για τον οποίο ας υπενθυμίσουμε τα δύο φύλα συνυπάρχουν εξ’ ορισμού στον ψυχισμό κάθε ανθρώπινου ατόμου και ο ψυχικός «ερμαφροδιτισμός» δεν απορρέει καθόλου άμεσα από κάποιο βιολογικό ή έμφυτο «ερμαφροδιτισμό»); Πράγματι, στην ψυχαναλυτική προοπτική, δεν μπορεί να υπάρχει σοβαρή συζήτηση περί του ασυνείδητου και του απωθημένου, ούτε περί της ετεροφυλοφιλίας ή της ομοφυλοφιλίας, παρά από την στιγμή που ορίζουμε το φύλο του καθενός και της καθεμιάς σε συνάρτηση με τα βιολογικώς δεδομένα γεννητικά του όργανα, αφού χωρίς τον παραπάνω βιολογικό καθορισμό του φύλου δεν υπάρχει καν το κριτήριο που θα επέτρεπε να διακρίνουμε τις ψυχικές αμφιταλαντεύσεις των ατόμων γύρω από τον ψυχολογικά ισχυρότερο σεξουαλικό προσανατολισμό.
Όμως, για να επικρατήσει υπό το πρόσημο του ορθολογισμού και της επιστήμης, ώστε να γίνει πραγματικά κοινή, στο δυτικό κόσμο τουλάχιστον, η μετανεωτερίζουσα φιλελεύθερη λογική, απαιτείται αντικειμενικά η αποδόμηση όλων των κανονιστικών και συνεκτικών πλαισίων κοινωνικής ζωής που έχουν ιστορικά συγκροτηθεί μέσα από αναφορές σε κάποιο κοινό συμβολικό νόμο. Οι δυτικοί πολίτες οφείλουν, με άλλα λόγια, να αποδεχθούν ως αυτονόητο το νέο «αληθινό δόγμα» της παγκόσμιας αγοράς και των ατομικών δικαιωμάτων, στο όνομα όχι μόνο κάποιας «ανθρωπιστικής ηθικής», αλλά επίσης της επιστήμης και της προόδου – και αυτό, παρότι η επιστήμη αμφισβητεί εξ ορισμού οτιδήποτε εκφράζεται με a priori αλήθειες. Οι σημερινοί «διανοούμενοι υπηρεσίας» διαβεβαιώνουν εντούτοις τη δυτική κοινή γνώμη, ότι, όπως οι παραδοσιακές θρησκείες, τα έθνη, οι λαοί και οι πατρίδες τους, έτσι και η παραδοσιακή οικογένεια, ίσως δε και το φύλο των γονέων, αποτελούν μάλλον αναχρονισμούς και επιβιώματα του παρελθόντος. Ότι οι αξιολογικά ουδέτεροι υποτίθεται μηχανισμοί της διεθνοποιημένης αγοράς και του δικαίου των «ατομικών δικαιωμάτων» αρκούν για την ειρηνική συμβίωση όλων των αντισυμβατικών και χειραφετημένων ομιλούντων διπόδων επί του πλανήτη. Με την συμβολή τους στην αποδόμηση όχι μόνο της παραδοσιακής οικογένειας, αλλά και της ίδιας της δομής του ζεύγους που αναπαράγει βιολογικά το ανθρώπινο είδος, οι «προοδευτικοί» αυτοί άνθρωποι δίνουν ήδη μια εφιαλτική εικόνα της «ουδετερότητας» των μηχανισμών που σταδιακά θα κυριαρχήσουν στις μελλοντικές μαζικές κοινωνίες ελέγχου των συμπεριφορών και των νοοτροπιών: προφανώς οι «ουδέτεροι μηχανισμοί» ελέγχου των συμβολαίων φροντίδας των υιοθετημένων παιδιών, της υπό καταμέτρηση «γονεϊκής τους αγάπης» ή ακόμα της «ικανοποίησης» των υιοθετημένων από τους ανάδοχους γονείς, με συνεντεύξεις και ερωτηματολόγια, οι απαντήσεις στα οποία θα κινούνται στις σφαίρες διστακτικής εξομολόγησης, της αυτολογοκρισίας, της ενοχής, του συναισθηματικού κενού κλπ., θα στελεχώνονται από «ειδικούς και εμπειρογνώμονες» (ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, σύμβουλους ψυχικής υγείας κλπ.), οι οποίοι θα περιφέρονται στον υπό μόνιμο έλεγχο ιδιωτικό χώρο της αποδομημένης πάλαι ποτέ παραδοσιακής οικογένειας: ελλείψει άλλων συγγενικών ή οικογενειακών δεσμών, κάποιο κράτος θα πρέπει πλέον να ασχολείται με την τήρηση των «συμβολαίων αγάπης, φροντίδας και στοργής» που οφείλουν οι όποιοι, ομοφυλόφιλοι ή μη, ανάδοχοι γονείς στα παιδιά τους. Ο ρόλος αυτών των ειδικών θα συνοψίζεται όχι μόνο στην πρόληψη των εκδηλώσεων της διαστροφικής αγριότητας που επισυνάπτονται στον πάντα πιθανό «πόλεμο όλων εναντίον όλων», αλλά και πιο ψυχιατρικά, στη διαχείριση του μόνιμου πολέμου του καθενός από τους ανθρώπους «με πολλές ιδιαιτερότητες» εναντίον του εαυτού τους. Διότι το παλαιό ηθικό αξιακό σύστημα με τις αμοιβαίες υποχρεώσεις, τα καθήκοντα, τις αμαρτίες, τις αρετές, τις θυσίες κλπ. δεν μπορεί πλέον να μεταφραστεί με όρους ατομικής ικανοποίησης. Όλα τα παραπάνω «υποβαθμίστηκαν σε εκφράσεις ατομικών προτιμήσεων και διεκδικήσεις με το αίτημα ο νόμος θα πρέπει να αναγνωρίσει την ιδιαιτερότητα αυτών των προτιμήσεων. Από τη δεκαετία του ’60 και μετά όλα αυτά βρήκαν την έκφρασή τους σε διάφορες θεωρίες από τον ακραίο φιλελευθερισμό μέχρι τον μεταμοντερνισμό που προσπάθησαν να παρακάμψουν ολωσδιόλου το πρόβλημα της αξιολογικής κρίσης και των αξιών ή μάλλον να το ανάγουν στον κοινό παρανομαστή της απεριόριστης ελευθερίας του ατόμου.» (Hobsbawm, E. (1997). Η Εποχή των Άκρων, εκδ. Θεμέλιο, σ. 435)
Δικαιωματισμός, Lifestyle και μορφωτική ελιτοποίηση της πληροφορημένης ημιμάθειας:
Διαμόρφωση της πολιτικά δουλικής, μεθοδολογικά ατομοκεντρικής και πολιτισμικά ριζοσπαστικής κοινωνικής σκέψης
Με τη συνήθη αυθάδεια όλων των «πτυχιοποιημένων σε κάτι» ημιμαθών – και σε άμεση συνάρτηση με την μεγάλη οπισθοχώρηση της σοβαρής θεωρητικής εκπαίδευσης σε ζητήματα κοινωνίας και ανθρώπου που αναπαράγει αυτήν την ημιμάθεια στα συνήθη κέντρα μεταλυκειακών σπουδών και δημοκρατικής διανομής πτυχίων σε κάθε πικραμένο, που σε πείσμα των καιρών και της πραγματικότητας εξακολουθούν να αποκαλούνται «πανεπιστήμια», κάθε λίγο ή πολύ «κουτσή Μαρία» επιδίδεται με ορθολογικό, όπως νομίζει, πάθος στην έκφραση της μετανεωτερικής «καχυποψίας» της έναντι όχι μόνον κάθε ιεροποίησης των ηθών, εθίμων, τρόπων ζωής και σκέψης του ανθρωπολογικά γνωστού παρελθόντος, αλλά επίσης έναντι πολλών νεότερων θεωρητικών μοντέλων επιστημονικής σκέψης, που συνήθως ούτε γνωρίζει, ούτε καταλαβαίνει. Για την αποσπασματική, επιφανειακή και ξεχειλωμένη από κομμάτια αχώνευτων πληροφοριών, εγγράμματη και μετανεωτερίζουσα κοινωνική σκέψη, αμφισβητήσιμη και «χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον» θεωρείται συχνά η προσφορά πολλών στοχαστών, που αντιμετώπισαν κριτικά τις ιδεοληψίες περί της αέναης προόδου του δυτικού κόσμου. Για αρκετούς, «ξεπερασμένη» είναι η σκέψη όχι μόνο του Φρόυντ ως πατέρα της ψυχανάλυσης, αλλά ακόμα ανθρωπολόγων όπως ο Λέβι Στρως, κοινωνιολόγων όπως Ντυρκέμ ή ο Μως, γενετικών επιστημολόγων όπως ο Πιαζέ, κοινωνιογενετικών ψυχολόγων όπως ο Βιγκότσκι κλπ. Με λίγη τύχη, λίγο γλύψιμο κάποιες προσεγμένες δημόσιες σχέσεις, ένας τέτοιος τύπος «μορφωμένου και προοδευτικού πολίτη», που έχει άποψη για όλα, αλλά «βαριέται» να διαβάσει ένα κείμενο που έχει πάνω από χίλιες λέξεις, μπορεί άλλωστε κάποτε να γίνει όχι μόνον ακαδημαϊκός, αλλά και βουλευτής, υπουργός, ίσως και πρωθυπουργός κάθε αποικιοκρατούμενης μπανανίας…
Με τούτα και με τα άλλα έχει διαμορφωθεί πλέον και στην Ελλάδα μια νέα κοινή γνώμη γεμάτη εν δυνάμει ελιτοποιημένους «ιδιώτες με άποψη», οι οποίοι μέσω των θυσιών των οικογενειών τους και της ελαστικότητας των κριτηρίων σπουδών και αποφοίτησης από τα διάφορα ΑΕΙ, διαθέτουν τίτλους σπουδών και περίοπτες κοινωνικές θέσεις τις οποίες αξιοποιούν όχι μόνο για να βολευτούν ή να αναδειχτούν έρποντας καθέτως, αλλά και για να προπαγανδίσουν τις φιλελεύθερες αξίες του κόσμου που θεωρούν ότι συνδέεται ιστορικά με την προσωρινή εξασφάλιση των ιδιωτικών τους συμφερόντων. Συγκροτείται έτσι ένα διαρκώς ανατροφοδοτούμενο και αυτοτροφοδοτούμενο σύστημα «μειονοτικής επιρροής» και διαμόρφωσης μιας μονίμως ριζοσπαστικής κοινής γνώμης που λειτουργεί κανονιστικά και υπερολοκληρωτικά εναντίον κάθε μορφής συντηρητισμού και κάθε άλλης ιστορικά προηγούμενης ηθικής, λογικής, εθιμικής ή θεσμικής κανονικότητας. Το ελευθεριακό, δήθεν αριστερόστροφο προσωπείο αυτού του μηδενιστικού προοδευτισμού των κύκλων της ισχύουσας πολιτικής ορθότητας, αποκρύπτει συχνά την αυταρχική, νεοφασίζουσα δυναμική του καθεστωτικού του ριζοσπαστισμού.
Τίποτα το συνταρακτικά καινούργιο σε όλα αυτά: Με ή χωρίς τον συνήθη δουλικό ρεαλισμό στην αποτίμηση των δεδομένων κοινωνικών και πολιτικών καταστάσεων, με ή χωρίς τις νεοφιλελεύθερες μυθολογίες περί του «τέλους των συλλογικών αντιστάσεων» ή ακόμα, του «τέλους της ιστορίας», η εκλογίκευση της υποταγής στο όνομα της προόδου και του εκσυγχρονισμού αποτελεί ψυχολογικά έναν απαραίτητο μηχανισμό συναίνεσης, συμμόρφωσης και συμβιβασμού των ζώντων με οτιδήποτε θα φαινόταν απλώς απαράδεκτο, ίσως και αδιανόητο στο μυαλό των συνηθισμένων «κανονικών» ανθρώπων των προηγούμενων γενεών. Το ίδιο και ο «γενιτσαρισμός»: είναι μια γνωστή μορφή ενθουσιώδους προσχώρησης των υποδουλωμένων συνειδήσεων στις πολιτικά και πολιτισμικά ηγεμονικές κουλτούρες και στις λογικές των εκάστοτε επικυρίαρχων.
Με όλες του τις επιθυμίες να διακριθεί κοινωνικά και ταυτόχρονα να μείνει προσαρμοσμένος στις χρηστοήθειες του «πνεύματος της εποχής», ο συνήθης αγχωτικός ή χαζοχαρούμενος προοδευτικός ιδιώτης, ως «αντικομφορμιστής» μεν δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι απορρίπτει «όλα τα στερεότυπα του παρελθόντος». Ταυτόχρονα όμως αυτός ο μόνιμος καινοτόμος και εν δυνάμει ριζοσπάστης, άκριτα και απόλυτα, με τον δουλικό κομφορμισμό του κάθε πολιτικά και πολιτισμικά αποικιοκρατούμενου στις ηγεμονικές φιλελευθερο-ελευθεριακές ιδεοληψίες, υιοθετεί όλα τα αγοραία στερεότυπα του μετανεωτερικού παρόντος. Έτσι, όταν ένας συνηθισμένος «μέσος» πολίτης, ένας «λαϊκός» ας πούμε άνθρωπος, έστω για να «πουλήσει μούρη» προοδευτικού, μορφωμένου και πολιτικώς ορθά σκεπτόμενου – για να φανεί δηλαδή και αυτός κοινωνικά και μορφωτικά διακεκριμένος και πολιτισμικά συμβατός με τους ομοίους τους, «ομοίως διακεκριμένους», εγκαταλείπει την πιο αυτονόητη και ανθρωπολογικά στοιχειώδη κοινή, έως σήμερα, λογική και υιοθετεί σχήματα κοινωνικής και πολιτικής σκέψης που ανασυγκροτούν το παραδοσιακό αξιακό σύστημα αναφοράς του στο όνομα της «προόδου» ή δίνοντας έμφαση αποκλειστικά στα νομικά ατομικά του δικαιώματα προσδιορισμού ή στις φαντασιώσεις της «απεριόριστης ατομικής του ελευθερίας», δηλαδή στις διάφορες «κουλτούρες του ναρκισσισμού» που αναδεικνύουν το συμπλεγματικό του εγώ σε μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης της διατήρησης ή της εγκατάλειψης της παράδοσης, τότε βρισκόμαστε ενώπιον μιας πραγματικά δογματικής θρησκευτικής προσήλωσης του κάθε φαντασιακά ελιτοποιημένου, πολιτικά και πολιτισμικά πολτοποιημένου κακομοίρη στις αξίες και τις αρχές μιας ακραία αναρχοφιλελεύθερης πολιτικής μεταφυσικής.
Η ίδια η στοιχειώδης κοινή λογική τιθασεύεται από την μεταφυσική της αέναης προόδου και οι αντιστάσεις στιγματίζονται συλλήβδην ως δείγματα αναχρονισμού, θρησκόληπτου σκοταδισμού ή φανατισμού. Το νεοφασιστικό ολοκληρωτικό φαντασιακό της νέας, πολιτικά ορθής δυτικής θρησκείας της παγκόσμιας αγοράς και του Δικαίου των «ατομικών δικαιωμάτων» δεν καλλιεργεί κανένα αξιακό σύστημα ατομικής διάκρισης συνυφασμένο με την ηθική της προσφοράς στην κοινότητα ή με την προάσπιση των ιστορικών και πολιτικών κεκτημένων. Δεν προκρίνει αρετές υπερβατικές έναντι των άμεσων, ατομικών συμφερόντων (ηρωισμούς, αλτρουισμούς κλπ.), αλλά μόνο αξίες «ρεαλιστικές», σχετικές με την φαντασιακή αυτοπραγμάτωση των ατομικών συμφερόντων του καθενός στο αέναο παρόν, όπως αυτά τα συμφέροντα γίνονται αντιληπτά ανταγωνιστικά και προβάλλονται στις συνομιλίες και τις διαπραγματεύσεις του κάθε ταλαίπωρου ατόμου με τους άλλους. Οι καθημερινές δυσφορίες και οι αντιφάσεις του δουλικά προσαρμοσμένου πλήθους των δικαιωματούχων πιστών της νέας πολιτικής θρησκείας, που με χονδροειδή αφέλεια επικαλούνται την επιστήμη ή τον ορθό λόγο, όχι μόνο εκλογικεύονται ιδεολογικά και ψυχολογικά, όπως συχνά συμβαίνει στους πολιτισμικά και διανοητικά λουμπενοποιημένους αποικιοκρατούμενους, αλλά είναι επίσης διαχειρίσιμες, είτε φαρμακευτικά, είτε μέσα από συνταγές «αρμονίας του εαυτού με το σύμπαν» που μοιράζουν αφειδώς οι νέοι μάγοι και οι άφθονοι τσαρλατάνοι που εμφανίζονται ως «ψυχολόγοι». Παρόμοιες ψυχοπολιτικές και εργαλειακές πρακτικές διαμόρφωσης της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής σκέψης συμμετέχουν άλλωστε άμεσα στις διαπιστώσεις των γεωπολιτικών αναλυτών, όταν αναφέρονται στο ψυχολογικά εύθραυστο χαρακτήρα των δυτικών πληθυσμών, που στο όνομα της προόδου και των οραμάτων της καταναλωτικής ευδαιμονίας τους, έχουν εγκαταλείψει κάθε ελπίδα συλλογικής τους αυτοσυντήρησης και έχουν εκκενώσει από τις συνειδήσεις τους τον τραγικό χαρακτήρα της ανθρώπινης ιστορίας. Οι ψυχολόγοι ίσως θα έλεγαν ότι οι πληθυσμοί αυτοί έχουν εκλογικεύσει τις δυσφορίες, τις γνωστικές δυσκολίες τους να συνθέτουν πληροφορίες ή να επικεντρώνουν την προσοχή τους (ποιον θα ξάφνιαζε πια η εναγώνια προσπάθεια όλων των κατόχων νομικών δικαιωμάτων σε «ίσες ευκαιρίες ευημερίας» να υλοποιήσουν φαντασιακά τις επιθυμίες τους ή να καλύψουν τα υπαρξιακά τους κενά στο διαδίκτυο, μέσω των avatars και της εικονικής πραγματικότητας μιας «second life»;). Οι πολιτικοί επιστήμονες θα έλεγαν ότι οι λαϊκές μάζες μοιάζουν να έχουν αποδεχτεί την μοίρα τους ως ανθρώπινο κοπάδι περιφερόμενων υποψηφίων επιδοτούμενων δούλων. Οι κοινωνιολόγοι θα επεσήμαναν την ανεπάρκεια των «πολιτών του κόσμου» να προβάλλουν συλλογικά τις αξιώσεις τους και τις προσδοκίες τους στο πολιτικό πεδίο. Και οι ψυχαναλυτές, εκείνοι της «ξεπερασμένης» φροϋδικής σχολής, ενδεχομένως θα ισχυριζόντουσαν ότι οι παραπάνω δυτικές κοινωνίες αποτελούνται όλο και περισσότερο από νευρωτικά άτομα που παρά τις αντιφατικές εκδηλώσεις των συναισθημάτων τους, παρά τις κραυγαλέες καταναλωτικές επιθυμίες τους, παρά τις συνήθεις αξιώσεις τους μιας καλύτερης ζωής «εδώ και τώρα», στην πραγματικότητα συνηθίζουν και προσαρμόζονται εύκολα στα πάντα – ή αλλιώς, ελπίζουν ελάχιστα και δεν ζητούν τίποτα («Che poco spera e nulla chiede», όπως σημείωνε ο ίδιος ο Φρόυντ)…
Γιάννης Παπαμιχαήλ
τ. Καθηγητής Ψυχολογίας Παντείου Πανεπιστημίου
Αναλυτής Μεταμοντέρνων Νοοτροπιών
[1] Τίποτα το πραγματικά νέο σε παρόμοιες αξιώσεις χειραφέτησης της ατομικής επιθυμίας: Προ ολίγων δεκαετιών, λίγο πριν το 1980, ο υποφαινόμενος είχε παρακολουθήσει σε δημόσια συζήτηση στη Νότιο Γαλλία, άνδρα ομοφυλόφιλο του Ομοφυλόφιλου Μετώπου Επαναστατικής Δράσης (FHAR) να δηλώνει ότι αισθάνεται ομοφυλόφιλη γυναίκα που μέχρι να βρει την κατάλληλη μόνιμη σύντροφο στη ζωή της, απαιτούσε να μεγαλώσει παιδί ως «μητέρα» στα πλαίσια της δικής της μονογονεϊκής οικογένειας…